Γιατί γράφει ένας αρχιτέκτονας (και δάσκαλος) για την αρχιτεκτονική;
(κείμενο από το βιβλίο Τ. Μπίρη, «Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα. Στο ίχνος της συνθετικής δομής», ΜΙΕΤ, 1996, σελ.8)
Η αρχιτεκτονική έχει προορισμό να υπάρξει και να λειτουργήσει μέσα στη ζωή και το χώρο. Εκεί, εν δράσει, ως υλοποιημένη εφαρμογή δικαιώνεται ή αποτυγχάνει. Ο γραπτός και προφορικός λόγος περί της αρχιτεκτονικής, παρά την όποια πολύτιμη αξία του, έχει δευτερογενή σημασία για την ολοκλήρωση αυτής της κορυφαίας δοκιμασίας. Η αρχιτεκτονική πρέπει να μπορεί να κάνει και χωρίς αυτόν.
Έτσι και η δική μου φυσική προδιάθεση, η ροπή μου, είναι να χτίσω, όχι να γράψω. Ακόμα και το σχέδιο, παρότι το αγαπώ πολύ, δεν είναι για μένα παρά μια επιπλέον απαραίτητη παρεμβολή στο δρόμο προς το τελικό ζητούμενο: Το χτίσιμο του αρχιτεκτονήματος. Τότε μόνο νιώθω οτι ένας κύκλος ολοκληρώνεται και κλείνει.
Όταν όμως αυτό που κάνεις πρέπει και να το διδάξεις –δηλαδή να διδάξεις πως γίνεται η αρχιτεκτονική- τότε τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Και πάλι βέβαια, μπορεί να πει κανείς οτι το αρχιτεκτόνημα έχει αφ’ εαυτού μεγάλη παιδευτική αξία. Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή. Γιατί η αρχιτεκτονική σε κάθε συγκεκριμένη εφαρμογή της είναι όπως μια πέτρα που έχει πρόσφατα αποσπαστεί από ένα βράχο. Η εξωτερική της επιφάνεια έχει συνήθως μια φυσική αγριότητα. Είναι όλο αιχμές, γωνίες και χαρακιές. Μπορεί να κοπείς καθώς την κρατάς στο χέρι σου.
Στην περίπτωση του αρχιτεκτονήματος ο τραυματισμός μπορεί να προέλθει από την επιρροή που ασκούν τα ισχυρά εξωτερικά γνωρίσματα –και τα ιδιώματα- μιας απόλυτα εξειδικευμένης και συχνά προσωπικής αρχιτεκτονικής έκφρασης.
Όμως η πέτρα σιγά -σιγά αλλάζει. Η συνεχής τριβή της με τις άλλες πέτρες μέσα στο νερό τη μετασχηματίζει σε βότσαλο. Το βότσαλο διατηρεί ατόφια την υλική και δομική υπόσταση της πέτρας από την οποία προέρχεται. Διατηρεί επίσης το μέγεθος, το γενικό σχήμα και τους άξονές της, ενώ χάνει όλες τις εξωτερικές τοπικές μικρο-ιδιαιτερότητές της. Έτσι, το βότσαλο γίνεται η γενική έκφανση αυτής της αρχικής πέτρας. Γίνεται το συμπέρασμα που γεννιέται από αυτήν. Όταν το κρατάς στο χέρι, κρατάς την ίδια την πέτρα. Διακρίνεις και διαβάζεις το νόημά της, ενώ η τέλεια λειασμένη επιφάνεια χαϊδεύει απαλά και φιλικά την παλάμη σου. Δεν την τραυματίζει.
Έτσι συμβαίνει και με την αρχιτεκτονική. Στη διάρκεια του χρόνου, η συνεχής, επίμονη προσπάθεια για την εφαρμογή της ενδέχεται να αφήσει πίσω της λίγα καλά έργα, παρά τις δύσκολες συνθήκες. Μένει όμως σε εσένα και κάτι ακόμα, που έχει και αυτό μεγάλη αξία: Είναι η κρίση, η εξήγηση, το συμπέρασμα που χτίζεται μέσα σου, καθώς ιδέες και πράξεις τρίβονται μεταξύ τους, λειαίνονται, ταξινομούνται. Η εμπειρία από το ίδιο το πρωτογενές φαινόμενο, σε συνάρτηση με την κρίση ή το συμπέρασμα που συνάγεται από και για αυτό, είναι αξίες παραπληρωματικές που ολοκληρώνουν και συμπυκνώνουν την ουσία κάθε διδασκαλίας. Για το λόγο αυτό είναι χρήσιμη και ευτυχής συγκυρία, όταν ο δάσκαλος είναι σε θέση να κινείται και στα δύο αυτά επίπεδα. Να αξιοποιεί και να συνδυάζει το υλικό που και τα δύο μαζί αποδίδουν.
Τότε ακριβώς, καθώς ενεργοποιείται ο μηχανισμός που μετασχηματίζει την εμπειρία σε κριτική σκέψη και γνώση, νιώθεις πόσο απαραίτητο είναι το γράψιμο. Η χρήση των λέξεων σύμφωνα με τη σημασία τους και η πυκνή νομολογία με την οποία συνδέονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν νοήματα, είναι ένα άλλου είδους χτίσιμο. Η αντίληψη που διαμορφώνεται από το γραμμένο νόημα δεν είναι απλή οπτική εντύπωση, που συχνά έρχεται και παρέρχεται. Αντίθετα, διατηρείται στο νου και ελέγχεται μέσα στο χρόνο. Το κείμενο μένει. Διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται. Αναλύεται λέξη προς λέξη. Αυτή η διαδικασία επιβάλλει τάξη στο πολλές φορές ασύνδετο και ασυνεχές υλικό που γεννά η ορμητική εφαρμογή της αρχιτεκτονικής στην πράξη. Υποχρεώνει τον αρχιτέκτονα-δάσκαλο που γράφει, να προσέχει πολύ ό,τι γράφει. Τον αναγκάζει να το συνδέει με αυτό που διδάσκει και κυρίως με αυτό που χτίζει, με έναν τρόπο αμφίδρομο, ελεγχόμενο και αυτοδεσμευτικό. Γράφοντας κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις βοηθιόμαστε ίσως να χτίσουμε καλύτερα και να διδάξουμε την αρχιτεκτονική πιο συνειδητά και ολοκληρωμένα.
Πρόκειται όμως για ένα γράψιμο ειδικής μορφής. Έχει ως βάση εκκίνησης την εμπειρία της αρχιτεκτονικής πράξης. Αξιοποιεί άπειρες σκόρπιες προσωπικές σημειώσεις με νύξεις και ενδείξεις από δικά της σημάδια. Καταγράφει, συνδέει και συσχετίζει προσωπικά βιώματα και όχι ιδεολογήματα. Είναι, για το λόγο αυτό, αργό και εσωστρεφές. Υπόκειται σε συνεχείς ελέγχους και αυτοπεριορισμούς. Είναι κυρίως ένα γράψιμο δομικό και πολύ οικονομικό. Η αρχιτεκτονική πράξη δείχνει ότι δεν μπορούν να λέγονται και να γράφονται πολλά και επί της ουσίας, συνεχώς και με βεβαιότητα, για την αρχιτεκτονική.
Η δική μου μικρή εμπειρία τουλάχιστον με βοήθησε να δω οτι η ταξινόμηση ενός διάσπαρτου υλικού σκέψεων και πράξεων τριάντα χρόνων αρχιτεκτονικής τείνει να συμπυκνωθεί σε ελάχιστες βασικές διαπιστώσεις. Το περίεργο μάλιστα είναι οτι πρόκειται για διαπιστώσεις που θα μπορούσαν από πολλούς να θεωρηθούν και αυτονόητες, εξαιτίας της απλότητας τους.
Εδώ όμως υπάρχει ακόμα μια αλήθεια, που επίσης το γράψιμο με έμμεσο τρόπο, με βοήθησε να κατανοήσω: Δεν υπάρχει τίποτα το αυτονόητο. Δεν υπάρχει μάλιστα μεγαλύτερη παγίδα από το να θεωρούμε τα απλά πράγματα ως αυτονόητα. Η αργή και ελεγχόμενη, βήμα προς βήμα, διαδικασία του γραψίματος – αυτή η ηθελημένη εξ’ ανάγκης μεταφορά μου σε ένα, διαφορετικό από την αρχιτεκτονική, επίπεδο δημιουργικής έκφρασης, με δικούς του αυστηρούς συνθετικούς κώδικες και νόμους- βοήθησε, αυτό τουλάχιστον, να το καταλάβω βαθιά.
T.M.