Mην ξεχνάς τους ανυπάκουους…

(Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Σταμάτη Μαυροειδή, εφημερίδα “Η Αυγή”, 2/7/2006)

H τέχνη, σε κάθε της μορφή και έκφανση, ανέκαθεν ήταν κριτική και “ανυπάκουη”. Αμφισβητούσε τα καθιερωμένα, έψαχνε δρόμους, έδειχνε προοπτικές, ξέθαβε με ωδίνες το “νέο” που ασφυκτιούσε κάτω από τις φαινομενικά στέρεες πλάκες της κοινωνίας και των θεσμών της. Όλα αυτά σε εποχές πριν το “θρίαμβο” της Δημοκρατίας. Στη σημερινή μεταμοντέρνα συνθήκη που λατρεύει το προσωρινό, τα πράματα σκοτείνιασαν περισσότερο παρά ποτέ. Πανίσχυρες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις ορίζουν, ρυθμίζουν, εμπορευματοποιούν, επιβάλλουν ανάγκες, νοοτροπίες, επιλογές και επιθυμίες. Η αντίσταση σ’αυτό το προκατασκευασμένο πανηγύρι είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς όταν δεν ενσωματώνεται γελοιοποιείται. Πρέπει να απογοητευθούμε άραγε; Όσο υπάρχουν ανυπάκουοι, όχι! (Λέει ο Τάσος Μπίρης.)

Tί συμβαίνει με τη νεοελληνική αρχιτεκτονική, κ. Mπίρη, ποια η σχέση της με άλλες εποχές (π.χ. με τη δεκαετία του ’60); Υπάρχει σήμερα ισάξιο αρχιτεκτονικό έργο;

H συσχέτιση της σημερινής αρχιτεκτονικής με εκείνη της πολύ σημαντικής περιόδου του ’60 είναι δυνατόν να καταδείξει αρχικά κάποιες φαινομενικές αναλογίες.
Όπως είναι, π.χ., μια ανανεωτική διάθεση στροφής προς τα διεθνή ρεύματα ή κάποιες στιλιστικές ομοιότητες. Σε μια βαθύτερη θεώρηση όμως αποκαλύπτει μεγάλες διαφορές (και μάλιστα δομικού χαρακτήρα) ως προς τις βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν ουσιαστικά την ανθρώπινη δημιουργική δραστηριότητα κάθε ιστορικής περιόδου.

Φυσικά, η αρχιτεκτονική του ’60 σημαδεύτηκε από το ποιοτικό επίπεδο των αρχιτεκτόνων της. Διαμορφώθηκε όμως, όπως πάντοτε συμβαίνει, και από τον πολιτισμό και τη δυναμική της τότε κοινωνίας. Ως προς αυτό το ζήτημα, ήταν -μεταξύ άλλων- καθοριστικός και ο ρόλος μιας νέας ανερχόμενης αστικής τάξης που άρχιζε να συνειδητοποιεί τις ανάγκες, τα δικαιώματα, τις προοπτικές και τις δυνατότητές της. Αυτή η τάξη και οι πολιτικοί ή άλλοι φορείς εξουσίας που επιδρούσαν στην εξέλιξή της, επίσης έθεταν αιτήματα, επηρέαζαν, αλλά και “χρεώνονταν” μαζί με τους αρχιτέκτονες την αρχιτεκτονική της εποχής τους, στις θετικές ή αρνητικές εκφάνσεις της.

Μαζί με μεγάλα λάθη (εισβολή στο φυσικό περιβάλλον και αρχή της καταστροφής του, υπεροικοδόμηση, αυξανόμενη καταναλωτική νοοτροπία) ολιγομελείς ομάδες ή μεμονωμένοι αρχιτέκτονες κατάφεραν να κάνουν με ελάχιστα μέσα εξαιρετικό νεωτερικό έργο, με ρίζες στον τόπο και στην ιστορία του.

Ιδιωτικές και συλλογικές κατοικίες, σχολεία, παιδικοί σταθμοί, νοσοκομεία, μουσεία, δημαρχεία, ξενοδοχεία συγκροτούσαν κυρίως τη θεματολογία που η τότε κοινωνία ζητούσε από τους αρχιτέκτονές της. Και σημαντική μερίδα τους απάντησε στο αίτημα αυτό αξιοποιώντας τη γνώση και την τέχνη της, με μια νέα αρχιτεκτονική, ανθρώπινη, κοινωνική, σφραγισμένη με ελπίδα και προοπτική διάρκειας στο χρόνο.

Σήμερα (και πάλι σε εκσυγχρονιστική εποχή έντονης εξωστρέφειας) τα προβαλλόμενα αιτήματα που καθορίζουν τον κύριο σκοπό και το είδος της αρχιτεκτονικής δεν τίθενται ούτε ελέγχονται (παρά ελάχιστα) από την απαθή “κοινωνία των καταναλωτών” που σταδιακά πήρε τη θέση της ενεργού “κοινωνίας των Πολιτών”. Οι εξουσιαστικές δυνάμεις που ρυθμίζουν τη διαμόρφωση και παραγωγή της αρχιτεκτονικής, μεταφέρονται όλο και περισσότερο σε συγκεντρωτικούς επιχειρηματικούς φορείς τεράστιας οικονομικής (και πολιτικής) ισχύος. Αυτοί κυρίως επιβάλλουν ανάγκες, επιθυμίες και νοοτροπίες της επιλογής τους που στη συνέχεια γεννούν τα – σκοπίμως πολύ προβαλλόμενα – νέα τυπολογικά αρχιτεκτονικά είδη ως διδακτικά σύμβολα:

Είναι κυρίως τα γιγαντιαία πολυκέντρα του εμπορίου, της μαζικής διασκέδασης και της μαζικής εμπορευματοποιημένης “τέχνης”. Την ίδια ώρα γίνονται φυσικά και κάποιες “ανυπάκουες” αρχιτεκτονικές από παλιότερους, αλλά και νέους δημιουργούς. Παραμένουν όμως εκτός δημοσιότητας, εκτός “δικτύου”, προβάλλοντας αντίσταση στο προκατασκευασμένο πανηγύρι.

Υπ’αυτές τις συνθήκες, ο σύγχρονος αρχιτέκτονας, μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να κάνει ολοκληρωμένο επώνυμο έργο, ως ανεξάρτητη, διανοούμενη δημιουργική οντότητα με δική της προσωπικότητα και σχετική ελευθερία, όπως στοιχειωδώς συνέβαινε το ’60. Αντίθετα, συνήθως αποτελεί εξειδικευμένο στέλεχος πολυμελών μελετητικών γραφείων (συχνά ενσωματωμένων στους μεγάλους επιχειρηματικούς οργανισμούς).

Αυτοί οι τελευταίοι λοιπόν, κυρίως, ορίζουν πια το “τί”, το “πώς” και το “γιατί”, της νέας αρχιτεκτονικής. Γι’ αυτό είναι και διεθνώς οι καλύτεροι χορηγοί των ιδιωτικών αρχιτεκτονικών σχολών που διδάσκουν ανταποδοτικά(!) το επιθυμητό είδος παραγωγής του χώρου. Βλέπεις αυτή τη νέα αρχιτεκτονική παντού, να αλλάζει καθημερινά όπως τα πλυντήρια ή τα αυτοκίνητα, εντυπωσιακή, στιλπνή, καλοκατασκευασμένη, χωρίς όμως “κόψη” ή “νεύρο”, όπως είναι και ο συνήθης καλοντυμένος, καλοδιατηρημένος Γιάπη-αρχιτέκτονας που την υπηρετεί.

Χρειάζονται όμως έτσι οι αρχιτέκτονες;

Φυσικά και “χρειάζονται” αρκεί να είναι υπάκουοι. Πώς αλλιώς θα προωθήσουν ο Gucci και ο Armani (γνωστοί φιλότεχνοι προαγωγοί αυτής της νέας αρχιτεκτονικής) το “όραμά” τους χωρίς έναν υπέρ-ενημερωμένο, ταλαντούχο, αλλά υπάκουο συνάδελφο, ενημερωμένο, έτοιμο και ικανό για όλα;

Δεν ακούγονται αισιόδοξα όλα αυτά.

Τί θα πει “αισιόδοξα”; Ποτέ δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Πάντοτε έπρεπε ο δημιουργός να βασανίζεται στο κρεβάτι του Προκρούστη. Αυτό το βάσανο (όσο ο καθένας μπορεί και το αντέχει) είναι που μας δίνει κάποια “άφεση αμαρτιών”. Η καλή αρχιτεκτονική – και όχι μόνο – δεν γίνεται άνετα, μέσα στην “καλή χαρά”.

Μέσα από βάσανο γίνεται. Και μην ξεχνάς τους “ανυπάκουους”, έστω και λίγους. Από εκεί ίσως βγει κάτι.

Να μιλήσουμε για τη σχέση αρχιτεκτονικής διδασκαλίας και αντίστοιχης πρακτικής.

Θα αναφερθώ ξανά για παράδειγμα στην περίοδο του ’60. Τότε λοιπόν υπήρχε μια -έστω και μικρή- σχέση συνάφειας του καινοτόμου, ανθρωποκεντρικού κοινωνικού λόγου φωτισμένων δασκάλων της σχολής Aρχιτεκτόνων με ό,τι γινόταν στο χώρο της εφαρμογής.

Αντίθετα, σήμερα πρέπει να αναγνωρίσω ότι σε πολλά σημεία υπάρχει τεράστιο ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα σε αυτά που νομίζω ότι πρέπει να διδάξω και σε εκείνα που συνήθως ζητά από τον αρχιτέκτονα ο χώρος του επαγγέλματος.

Μπορείς όμως έτσι και να πάρεις κόσμο στο λαιμό σου.

Ναι, ξέρω ότι υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό ηθικό δίλημμα. Αλλά μετριάζεται κάπως από την επίδραση δύο παραγόντων:

Ο πρώτος είναι ότι, όπως πάντα γινόταν στη Σχολή της Αθήνας (που είναι Σχολή πολυφωνική, αλλά και συνθετική των διαφορετικών απόψεων), διδάσκονται εκεί ταυτοχρόνως και άλλες αρχιτεκτονικές θεωρήσεις, ακόμα και συμβατές με ό,τι σήμερα κυριαρχεί στο χώρο εκτός σχολής. Ο διδασκόμενος διαλέγει διδάσκοντα, γνωρίζοντας αυτό το γεγονός, το οποίο και λαβαίνει σοβαρά υπόψη του.

Επιπλέον (τουλάχιστον από πλευράς μου) την ιδεολογική ρήξη μου με τη νοοτροπία “κάνω ή διδάσκω ό,τι μου ζητήσεις”, (είτε είσαι πελάτης είτε είσαι διδασκόμενος) την παρουσιάζω εκ των προτέρων και την αναλύω, ενημερώνοντας για τα προβλήματα που συνεπάγεται στο χώρο του επαγγέλματος. Και πάλι εδώ ο διδασκόμενος μπορεί να επιλέξει. Να μείνει ή να φύγει.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι, στο πρακτικό επίπεδο του μαθήματος, προσπαθώ να δώσω στον διδασκόμενο τα απαραίτητα βασικά εργαλεία και τη βασική γνώση ώστε, τουλάχιστον, να επιβιώσει επαγγελματικά. Το πώς θα κάνει χρήση όλων αυτών είναι τελικά δική του επιλογή. Ένα κατσαβίδι είναι, ας πούμε, εργαλείο απαραίτητο για να βιδώνεις και να ξεβιδώνεις. Χωρίς αυτό δεν κάνεις. Πρέπει λοιπόν να το έχεις στην εργαλειοθήκη σου. Τώρα, αν από άγνοια ή ανάγκη το χρησιμοποιήσεις για να τραυματίσεις τον εαυτό σου ή κάποιον άλλο…….

Πρέπει οι σχολές να είναι ανοιχτές στον διεθνή διάλογο;

Βεβαίως ναι. Πρέπει να έχουμε τη ματιά μας ανοιχτή σε ό,τι γίνεται διατηρώντας την ελεύθερη από προκαταλήψεις. Καλό όμως είναι η σκέψη μας να είναι και κριτική. Επιπλέον διάλογος σημαίνει “παίρνω” αλλά και “δίνω”. Και για να δώσω πρέπει να έχω και δικό μου δυναμικό. Δικό μου τόπο, δική μου ιστορία και αρχιτεκτονική. Παίρνεις καλύτερα όταν στέκεις και στα δικά σου πόδια. Αλλιώς μόνο αντιγράφεις και ο,τι προκύψει.

Φταίει ότι μας προσφέρονται όλα σήμερα “στο πιάτο”;

Αυτό ίσως συμβαίνει. Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται ξανά στη μεγάλη χρησιμότητα αυτού του “βασάνου” που περιέγραψα προηγουμένως. Δεν ομιλώ φυσικά για θρησκόληπτα αυτομαστιγώματα. Όμως πρέπει να βασανιστείς λίγο για να γεννήσεις κάτι πραγματικά δικό σου.

Ποια είναι η έννοια του χρόνου στην αρχιτεκτονική;

Σήμερα οι περισσότεροι προσπαθούν να παίξουν το παιχνίδι σε χρόνο dt, όπως λέμε στη φυσική. Τέτοιος ελάχιστος χρόνος είναι ο τηλεοπτικός χρόνος, που πια δυναστεύει τη ζωή μας.

Όμως η αρχιτεκτονική νομίζω ότι έχει δικούς της, πολύ πιο αργούς, ρυθμούς αλλαγής. Εξακολουθούμε να θέλουμε να περπατάμε σε μια στοά ή να στεκόμαστε για ξεκούραση και συνομιλία σε ένα αίθριο. Νιώθουμε τη βαρύτητα και προσαρμοζόμαστε σε αυτήν. Αγαπάμε το φως, τον ήλιο, τη δροσιά. Θέλουμε έναν τοίχο για να ακουμπήσουμε και να προστατέψουμε την πλάτη μας. Θέλουμε ένα κάθισμα στους 40 περίπου πόντους, γιατί το κορμί μας εξακολουθεί να είναι διαστασιολογικά σχετικά ίδιο “από αρχαιοτάτων χρόνων”.

Τώρα, αν η “νέα χιλιετία” μας αλλάξει βίαια και παρά φύσει την ψυχή, το μυαλό, το DNA (τελικώς την πίστη και τα φώτα), τότε τί να πω. Ας γίνει και αυτό. Aλλά μάλλον δεν θα είμαι τότε καθηγητής για να διδάξω αυτή τη “νέα αρχιτεκτονική”.

Και κάτι τελευταίο: Θα ήθελα μιαν εξήγηση για την αρνητική εισήγησή σας για την επιλογή “επιμελητού” της Biennale Bενετίας.

Δεν θέλω να “κουνήσω το δάχτυλο” ή να “κάνω μάθημα” σε έγκριτους συναδέλφους και φίλους ή νέους αρχιτέκτονες που ήταν μέχρι πρόσφατα σπουδαστές και σπουδάστριές μας -μέλη της επιτροπής αξιολόγησης, η γνώμη των οποίων πλειοψήφισε. Διατύπωσα εκεί απλά τη γνώμη μου, που την έχω αιτιολογήσει στη συνοδευτική εισήγησή μου. Και εκεί θέλω να μείνω.

Να πω μόνο κάτι γενικότερο:

Παρατηρώ ότι τελευταία συνηθίζεται το επώνυμο ατομικό ή συλλογικό αρχιτεκτονικό έργο να μην είναι το κύριο θέμα που παρουσιάζεται σε αυτές τις εκθέσεις. Αντιθέτως, όταν και όσο υπάρχει, “παρατίθεται” απονευρωμένο (εν αγνοία του δημιουργού του, που άλλα έχει σκεφτεί γι’αυτό) ως υλικό “υποδομής”, ως εξάρτημα της προσωπικής φιλοσοφίας ή των ιδεολογημάτων του επιμελητού για τα φαινόμενα και τα πράγματα. Έτσι, ο επιμελητής και οι σκέψεις του εντέλει αναγορεύονται στο βασικό δίδυμο που εκτίθεται, καθ’υπέρβαση (ακούσια ή εκούσια), των δικαιοδοσιών και αρμοδιοτήτων του πρώτου.

Πχ., όσον αφορά την πρόσφατη Biennale, δεν θυμάμαι σήμερα ονόματα συμμετασχόντων παρά μόνο εκείνα των επιμελητών της. Όλοι οι άλλοι χάθηκαν μέσα στην επιβεβλημένη ανώνυμη συλλογικότητα. Λειτούργησαν ως “φόντο” της γριφώδους προσωπικής προβληματικής των επιμελητών, που γέμισε τις σελίδες εφημερίδων και περιοδικών.

Θυμάμαι και σήμερα ακόμα μια πολύ οργισμένη ανοιχτή επιστολή (που έμεινε ιστορική) με την οποία αντέδρασε κάποτε ο A. Kωνσταντινίδης, όταν αισθάνθηκε ότι σε παρουσίαση του έργου του είχε σκόπιμα αλλοιωθεί το γράμμα και το πνεύμα του από τους παρουσιαστές.

T.M.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *