(Ομιλία κατόπιν προσκλήσεως σε εκδήλωση με τίτλο: “Ο ποιητικός στοχασμός του Κυριάκου Κρόκου, 1941-1991″, στο “Γαλλικό Ινστιτούτο” 29/11/1999. Οργάνωση: “Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής”)
Σ ε ένα παλαιότερο κείμενο για τον Kυριάκο Kρόκο, που μου είχε ζητηθεί από τον Σύλλογο Aρχιτεκτόνων, είχα γράψει ότι το έργο του είναι όπως ένας κήπος τον οποίο μπορείς – αν θέλεις – ελεύθερα να τον επισκεφθείς.
Έχει κάποια σημασία εκείνο το “αν θέλεις”. Γιατί πρέπει να διευκρινήσω ότι η πόρτα του κήπου του Kρόκου έχει μια χαρακτηριστική ιδιομορφία. Έχει αφεθεί από αυτόν γερτή όπως οι αυλόπορτες κάποιων νεοκλασικών σπιτιών που έχει ζωγραφίσει ο Tσαρούχης. Έτσι, το να θέλεις ή να μην θέλεις να μπεις, δηλαδή το στοιχείο της προσωπικής σου βούλησης και επιθυμίας, έχει ιδιαίτερο νόημα ως προϋπόθεση για το αν θα νοιώσεις την πόρτα μισάνοιχτη ή μισόκλειστη. Η επιλογή είναι πάντως δική σου.
Αν όμως μπεις, γρήγορα θα νοιώσεις ότι ένα σύστημα διφορούμενων νύξεων και ενδείξεων, σημαδεμένο από εκείνη την πρώτη μισάνοιχτη ή μισόκλειστη πόρτα, θα σε ακολουθεί πια διαρκώς. Στον κήπο αυτό ένας χώρος, ένας στύλος, ένα χρώμα, μια χαρακιά, δεν είναι μόνο στοιχεία και γνωρίσματα μιας αρχιτεκτονικής. Είναι και ίχνη – κομμάτια ενός κρυμμένου γρίφου που ανακαλύπτεις στο βήμα σου. Όπως ανακαλύπτεις μισοχωμένα στη γη τα μαρμάρινα θραύσματα μιας σπασμένης αρχαίας επιγραφής. Παίζουν συνεχώς με τον νου και την ψυχή σου ζητώντας την αποκρυπτογράφηση και ερμηνεία τους.
Δεν αρκεί όμως να θέλεις να μπεις στον κήπο. Πρέπει και να μπορείς να τον διαβείς. Γιατί έχει δρόμους εύκολους, αλλά και κρυφά, δύσβατα, σκιερά μονοπάτια. Παρότι όμορφος και ευχάριστος, τούτος ο χώρος δεν είναι μόνο για καλοπέραση, ανέμελα παιχνίδια και διασκέδαση. Είναι και τόπος περισυλλογής, που παροτρύνει και βοηθά τη σκέψη να πλησιάσει και να διακρίνει την αμφίσημη, αινιγματική σημασία των πραγμάτων. Την οδηγεί μέχρις εκεί όπου το φως αποκτά την ίδια αξία με τη σκιά, ακόμα και με το σκοτάδι. Εκεί όπου η χαρά της ζωής και η λύπη για τον θάνατο διαχέονται η μία μέσα στην άλλη και αγκαλιάζονται με τρυφερότητα σαν συμπληρωματικά στοιχεία του ίδιου αναπόδραστου και αναγκαίου κύκλου.
Σκέφτομαι ότι, όπως η λύπη δεν είναι πάντα δυσάρεστη, έτσι και η χαρά δεν είναι πάντα ευχάριστη. Για παράδειγμα, θυμάμαι ότι όταν βλέπω χτισμένα ή σε εικόνες τα απαστράπτοντα τεχνοκρατικά ή λαϊκότροπα δείγματα της κακής αρχιτεκτονικής, αυτό που με πειράζει περισσότερο από κάθε άλλο τους κουσούρι είναι η προκλητική γκριμάτσα στρεβλής χαράς και υπεραισιοδοξίας που τα σημαδεύει. Είναι ο ίδιος μορφασμός απόλυτης αυτοϊκανοποίησης που διακοσμεί μονίμως τα πρόσωπα των κοσμικών θαμώνων των επίσημων δεξιώσεων ή των λαϊκών στεκιών της παραλίας. Αυτού του είδους η χαρά προσβάλλει. Κυρίως όμως προκαλεί τη λύπη, γιατί στην πραγματικότητα κρύβει μέσα της τον τρόμο για το τί επιφυλάσσεται στους ανέμελους γλεντοκόπους “επέκεινα”. Όταν τα φώτα της δεξίωσης σβήσουν και μείνουν μόνοι, κενοί και ξαφνιασμένοι μπροστά στην προοπτική του θανάτου.
Η χαρά που αναδύεται από τον κήπο του Kρόκου δεν είναι προκλητική και κραυγαλέα. Αντίθετα, είναι σκεπτική. Έρχεται από βαθιά, έχοντας διανύσει μεγάλη διαδρομή. Έχει περάσει από το βάσανο της προσπάθειας να γίνει έργο καλό κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πάνω απ’όλα έχει περάσει από ιδέες και επιθυμίες που δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να πραγματοποιηθούν. Φέρει μέσα της την προφητική γνώση ότι ο χρόνος είναι λίγος και ότι τα πιο καλά έργα δεν θα γίνουν ποτέ, αλλά θα μείνουν εντός μας σαν γλυκές πληγές, να βασανίζουν διαρκώς τον νου και την ψυχή.
Γι’αυτό είναι χαρά γλυκόπικρη. Πότε φαίνεται και πότε χάνεται σε φωτεινό ή σκούρο φόντο, όπως μια κουρτίνα που φτερουγίζει στο ρεύμα. Ποτέ δεν τα “δίνει” ή τα “δείχνει” όλα. Υπάρχει μέσα της ένα λαμπερό, αλλά και ένα σκιερό φως. Το έχω ξαναδεί να αναδύεται από τα έργα όσων τα γέννησαν με ευχαρίστηση αλλά και πολλή οδύνη, ως συμπυκνωμένο καταστάλαγμα ύστατης προσπάθειας και αγώνα μέχρις εσχάτων.
Τη γνωρίζω και την αγαπώ αυτή τη σκιερή γκριζωπή ανταύγεια της χαράς. Αυτή είναι που βοηθά να γίνει ακόμα και η λύπη απαραίτητη και καλοδεχούμενη. Στο έργο του Kρόκου την διακρίνω να μισοφέγγει, όχι τόσο στα γνωστά προβεβλημένα μοτίβα και ιδιώματά του, όσο σε απόμερες γωνιές, όπου ο χρόνος και η υγρασία έχουν αρχίσει να αφήνουν το σκουρόχρωμο αποτύπωμά τους πάνω στην υπερεπεξεργασμένη ύλη του σώματος του κτίσματος. Την ανακαλύπτω σε κάποιες πιο αφώτιστες εσοχές ή κιονοστοιχίες, σε κάποιες πιο σκοτεινές χαρακιές που γράφουν πάνω στην όψη τα δοκάρια και τα γείσα, σε κάποια κατάμαυρα στίγματα θραυσμάτων χαλικιών μέσα στο πελεκημένο σκυρόδεμα.
Είναι περίεργο ότι το σημάδι αυτής της χαρμολύπης πάνω στο αρχιτεκτονικό έργο σε γεμίζει με ανακούφιση και σε τιμά. Την καταλαβαίνεις, την αιτιολογείς και είσαι έτοιμος να την μοιραστείς σαν αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής, όπως αυτή πραγματικά, και όχι εικονικά, εκδηλώνεται και λειτουργεί.
Μια τέτοια λοιπόν συγκρατημένη, ολίγον μυστικοπαθής, εκ βαθέων προερχόμενη αρχιτεκτονική της χαράς, αλλά και της λεπτής μελαγχολίας, χρειάζεται τη μοναχικότητά της. Στο σημείο αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Είναι βέβαιο ότι ο Kρόκος ήταν ένας εξαιρετικός αρχιτέκτονας. Έτσι, ο κίνδυνος προέρχεται πια από εμάς? από απρόσεκτα, μπερδεμένα ή φουσκωμένα λόγια μας γι’ αυτόν και το έργο του. Μήπως και χαλάσουμε τώρα, εν απουσία του δημιουργού του, ό,τι ήδη από μόνο του υπήρξε ανέλπιστα καλό ως είχε, χωρίς πομπώδεις ερμηνείες και αναλύσεις.
Ας αφεθεί λοιπόν ο κήπος αυτός στην ηρεμία του. Ας παραμείνει η πόρτα του μισάνοιχτη ή μισόκλειστη. Για να μπορείς – αν το επιθυμείς – να περνάς πότε-πότε μέσα, με προσοχή και ίσως κάποια δυσκολία, να περπατάς στο μονοπάτι, να ακολουθείς με τη θέλησή σου, χωρίς φόβο, τα ίχνη αυτού του αλυσιτελούς, τόσο κοντινού σε όλους, παιχνιδιού του κύκλου της ζωής.
T.M.