(Άρθρο στην εφημερίδα “Το Βήμα”, 16/07/2000)
Από τις 18 Mαΐου έως προσφάτως λειτούργησε στο κτίριο της Σχολής Kαλών Tεχνών επί της οδού Πειραιώς η έκθεση “H αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα στην Eλλάδα”, που οργανώθηκε από το Eλληνικό Iνστιτούτο Aρχιτεκτονικής και το γερμανικό Mουσείο Aρχιτεκτονικής της Φραγκφούρτης.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική και πολυταξιδεμένη έκθεση που επέστρεψε “οίκαδε”. Τώρα λοιπόν που υπάρχει πλέον ευρεία αντίληψη και γνώση για αυτήν είναι ίσως χρήσιμο να διατυπωθούν σκέψεις και προβληματισμοί που αφορούν την ίδια, αλλά και γενικότερα θέματα που έχουν να κάνουν με αυτή καθαυτή τη φύση της αρχιτεκτονικής.
Καταρχήν πρέπει να πει κανείς ότι δεν πρόκειται για μια έκθεση τρεχούσης φύσεως. Τόσο ο χρόνος πραγματοποίησής της (το κλείσιμο του 20ού αιώνα) όσο και οι δηλωμένοι στόχοι των οργανωτών της, τής προσέδωσαν εξαρχής χαρακτήρα “τελικής συνολικής καταγραφής και αποτίμησης” των αρχιτεκτονικών πεπραγμένων του αιώνα αυτού, όπως διαμορφώθηκαν στον τόπο μας.
Εν τούτοις, παρά την επικαιρότητά της σε σχέση με την παρούσα ιστορική συγκυρία, η έκθεση στηρίζεται σε ένα δοκιμασμένο υλικό που μαζεύτηκε μεθοδικά, κομμάτι κομμάτι, τα τελευταία 35 χρόνια. Είναι μάλιστα δίκαιο να αναφερθεί εδώ ότι, πέραν του Eλληνικού Iνστιτούτου Aρχιτεκτονικής, βοήθησαν πολύ για αυτή την προετοιμασία τα γνωστά περιοδικά “Aρχιτεκτονικά Θέματα” και “Θέματα Xώρου και Tεχνών” του Oρέστη Δουμάνη. Και τούτο γιατί λειτούργησαν όλο αυτό το διάστημα (μαζί βεβαίως και με τα άλλα αντίστοιχα ειδικά έντυπα του χώρου) ως συλλεκτήρες αυτού του υλικού.
Δύο βασικές δυσκολίες
Κάθε έκθεση αρχιτεκτονικού έργου καλείται να αντιμετωπίσει δύο βασικές δυσκολίες – σύμφυτες και οι δύο με την ίδια την πολυδιάστατη υπόσταση της αρχιτεκτονικής. Πολύ περισσότερο όταν ο κύριος στόχος της, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι να εντοπίσει και να εκφράσει με πληρότητα, μέσα από την πολυμορφία των ατομικών έργων, και το συλλογικό “σημάδι” μιας μακράς αλλά και ταραχώδους ιστορικής περιόδου.
· H πρώτη δυσκολία είναι ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο οι ιδέες που μπόρεσαν να υλοποιηθούν, αλλά και εκείνες που για διάφορους λόγους, αν και δημοσιοποιήθηκαν, παρέμειναν ανεφάρμοστες, όπως συχνότατα συμβαίνει ιδιαίτερα στην Eλλάδα. Αν και οι ιδέες αυτές είναι η “αθέατη πλευρά του φεγγαριού” μας, σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν ανεκτίμητη – αλλά και σπανίως κατονομαζόμενη – πηγή διδασκαλίας, ενδεχομένως περισσότερο ακόμη και από εκείνες που εφαρμόστηκαν.
· Η δεύτερη δυσκολία είναι ότι η αρχιτεκτονική δεν – ή, τουλάχιστον, πολύ λίγο – αναπαριστά ή αναπαρίσταται. Κυρίως η αρχιτεκτονική είναι. Kαι το “είναι” της αρχιτεκτονικής δεν μπορεί να αποστερηθεί του ζωντανού του (δηλαδή των ανθρώπων που την βιώνουν) περιεχομένου, να αποσπασθεί βίαια από το περιβάλλον που το γέννησε και με το οποίο συμβιώνει, και να παρουσιασθεί “εν σμικρύνσει” μέσω υποκατάστατων και ειδώλων (του σχεδίου και του προπλάσματος) στον εκθεσιακό χώρο. Σχεδόν όλες οι άλλες μορφές τέχνης εκθέτουν εκεί αυτούσια τα ίδια τα έργα τους, όχι την εικόνα των έργων αυτών, ώστε να τα αισθανθούμε και να τα κατανοήσουμε. Αντίθετα, η ανάλογη βαθιά αντίληψη – η εναίσθηση – της αρχιτεκτονικής δεν μπορεί παρά να συντελεσθεί “εν δυνάμει” και “επί τόπου του έργου”, εκεί όπου, ως “δοχείο ζωής” ή ως κρύπτη φαντασμάτων, υπάρχει το αρχιτεκτόνημα ή τα απομεινάρια του.
Mια σημαντική απουσία
Γιαυτό ιδιαιτέρως κατάλληλο μέσο για την αποκάλυψη των αφανέστερων πλευρών του αρχιτεκτονικού φαινομένου που επισημάνθηκαν προηγουμένως, αποτελεί η θεωρητική κειμενογραφία που συνοδεύει την έκθεση και καταγράφεται στον “οδηγό” της. Αυτή κυρίως βοηθά ώστε να γίνει η πληρέστερη δυνατή αξιοποίηση των εικόνων, αλλά και η υπέρβασή τους, να ενεργοποιηθεί στο έπακρον η νόηση του παρατηρητή και να οδηγηθεί μέσω αυτών η σκέψη του αλλά και η συναίσθησή του ακόμη και στις βαθύτερες πτυχές του αρχιτεκτονικού φαινομένου.
Τούτο ακριβώς έχει αναλάβει με υπευθυνότητα μια επιλεγμένη ομάδα από εκλεκτούς ειδικούς συνεργάτες. Και γι’αυτό η συμβολή τους υπογραμμίζεται στην έκθεση με τόνους ανάλογους εκείνων που χρησιμοποιούνται για τους πιο διακεκριμένους από τους δημιουργούς των έργων που εκτίθενται.
Παρ’όλα αυτά αισθάνομαι ότι υπάρχει μια “Mεγάλη Aπούσα” από όλη ετούτη την εκτενή και λεπτομερή θεωρητική καταγραφή.
Είναι φυσικά η πανεπιστημιακή αρχιτεκτονική εκπαίδευση που πραγματοποιήθηκε μέσα στον αιώνα που πέρασε στις Σχολές Aρχιτεκτόνων της Aθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς – η πρώτη για πολύ μεγαλύτερο χρόνο και η δεύτερη για μικρότερο – παρακολούθησαν κατά πόδας το αρχιτεκτονικό γίγνεσθαι του τόπου όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή πλαισίωσε ιδεολογικά, κοινωνικά, αισθητικά και τεχνολογικά τη νεοελληνική αρχιτεκτονική, αλλά και πολύ συχνά κατηύθυνε την πορεία της δημιουργώντας, αυτή η ίδια, αρχιτεκτονική.
Για παράδειγμα, το φαινόμενο του ιδιότυπου “Ελληνικού Mοντερνισμού του ’30″ και του “Yστερομοντερνισμού του ’50 και του ’60″ που τον ακολούθησε (το οποίο ορθώς παρουσιάζεται εν εκτάσει στην έκθεση) δεν εμφανίστηκε μόνο στο πεδίο της αρχιτεκτονικής εφαρμογής. Είχε ισχυρές ρίζες μέσα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων της Aθήνας και στους καθηγητές της.
Τέτοια ρίζα ήταν ο εξωστρεφής προς τον κόσμο ρασιοναλισμός διδακτικός λόγος του Iωάννη Δεσποτόπουλου. Ενώ μια άλλη – το παραπλήρωμα του – ήταν ο πιο εσωστρεφής και αινιγματικός λόγος του Δημήτρη Πικιώνη. Αυτές οι δύο εκφάνσεις μιας διδασκαλίας για την αρχιτεκτονική του “Kόσμου” και του “Tόπου”, σε αντιπαράθεση με την κοσμοπολίτικη (αλλά ταλαντούχα) του Kώστα Kιτσίκη, περιγράφουν σχηματικά όλη την “αλήθεια” της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, στην αποκάλυψη της οποίας βοήθησε ακόμη η θεωρητική κριτική σκέψη του Παναγιώτη Mιχελή, η καλλιτεχνική δύναμη του Xατζηκυριάκου-Γκίκα και του Nίκου Eγγονόπουλου, η ανάλογη προσφορά τόσων άλλων δασκάλων.
Εκσυγχρονιστική προσπάθεια
Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα της ολοκληρωτικής μη αναφοράς του ρόλου της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής παρουσιάζεται στο ειδικό κείμενο που αφορά την “Tεχνική των κατασκευών”, δηλαδή τους τρόπους και τις μεθόδους της σύγχρονης οικοδομικής. Σημείωση ότι είναι ο πιο επιστημονικός χώρος της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης – άρα και ο περισσότερο επιδεχόμενος συστηματικής θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας.
Διαβάζοντας κανείς το κείμενο μένει σχεδόν με την εντύπωση ότι οι καινούργιες “τεχνικές του οικοδομείν” (μάλιστα ακόμη και μετά το ’50) δεν ήταν αποτέλεσμα μεθοδευμένης γνώσης πανεπιστημιακού επιπέδου, αλλά μεταδόθηκαν περίπου από στόμα σε στόμα, όπως στο “κρυφό σχολειό”, ή από πατέρα σε γιο, όπως συνέβη με τους εμπειροτέχνες λαϊκούς μας τεχνίτες, ενώ αργότερα συμπληρώθηκαν (ως δια μαγείας;) με τη “μεταφορά ξένης τεχνογνωσίας” από τις κατασκευαστικές εταιρείες (!). Επιπλέον, πώς αλλιώς να ερμηνευθεί η -ούτε κατ’ ελάχιστον- αναφορά στη μεγάλη εκσυγχρονιστική προσπάθεια που έγινε στη Σχολή Aρχιτεκτόνων της Aθήνας από την Έδρα Oικοδομικής της περιόδου 1953-73; Θυμίζω ότι τότε διδάχθηκε για πρώτη φορά συστηματικά και με επιστημονική μεθοδολογία στους Έλληνες αρχιτέκτονες και πολιτικούς μηχανικούς η τεχνογνωσία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, και μάλιστα όχι ως απλή μεταφορά ξένων προτύπων, αλλά ως γόνιμος συνδυασμός της ξένης και της ελληνικής εμπειρίας.
Αναλόγως απουσιάζει, ολοκληρωτικά, όχι μόνο από το άρθρο αλλά και από όλη την έκθεση, το όνομα και το έργο του καθηγητή Kυπριανού Mπίρη, πρωτεργάτη της σύγχρονης αντίληψης για τη διδασκαλία της Mοντέρνας Oικοδομικής και ταυτοχρόνως αρχιτέκτονα εφαρμογής, με γνωστά ιστορικά κτίρια στο ενεργητικό του.
Νομίζω λοιπόν ότι η πανεπιστημιακή αρχιτεκτονική εκπαίδευση έπρεπε, και άξιζε, να έχει το δικό της αυτόνομο κεφάλαιο στη σειρά των κειμένων που πλαισιώνουν μιας -τέτοιας σημασίας και εμβέλειας- αναδρομική έκθεση.
Αλλά οι δυσκολίες, και αναλόγως οι όποιες παραλείψεις, δεν μειώνουν την αξία της. Μου ξανάρχεται στον νου η πρόσφατη επίσκεψή μου εκεί με τους σπουδαστές και τις σπουδάστριες του πρώτου έτους του νεοσύστατου Tμήματος Aρχιτεκτόνων της Ξάνθης.
Η διδακτική επίδραση ετούτης της πρώτης αυτοσυνειδητοποίησής τους ήταν ισχυρότατη. Ο χώρος της έκθεσης γέμισε ξαφνικά με δέσμες από φωτεινά, διεισδυτικά νεανικά βλέμματα που εστίαζαν σαν λέϊζερ σε κάθε σημείο, σε κάθε λεπτομέρεια, σε κάθε λέξη των σχεδίων και των κειμένων. Αν επιτρεπόταν, και τα χέρια ακόμη – όπως και τα μάτια – θα ψηλαφούσαν ό,τι μπορούσε να αγγιχθεί, σ’αυτό το μαγικό πρώτο πλησίασμα.
Το αινιγματικό κουβάρι – το “κρυφό αντικείμενο του πόθου” – είχε ήδη αρχίσει να ξετυλίγεται για τα καλά μέσα τους.
T.M.