«H Αθήνα είναι η πόλη που μας ταιριάζει»

(Συνέντευξη στη δημοσιογράφο Κίτσα Μπόντζου, εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, 25/01/2000)

Ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο: «Με τη σκέψη στην Αρχιτεκτονική. Δεκαπέντε συν πέντε κείμενα», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «παρέκκλιση» στην ως τώρα επιστημονική πορεία του Τάσου Μπίρη, αφού τα κείμενα δεν είναι αυστηρά επιστημονικά, αλλά και λογοτεχνικά. Γιατί το όνομα της οικογένειας Μπίρη συμπορεύεται με την ελληνική αρχιτεκτονική από την αρχή του 20ού αιώνα. Αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί, πολεοδόμοι έδωσαν το στίγμα τους σε δημόσια κτίρια και ιδιωτικά οικοδομήματα στη χώρα, αλλά και σαν δάσκαλοι μετέδωσαν το σπέρμα της σκέψης και της δημιουργίας στους χιλιάδες σπουδαστές που πέρασαν από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

Αυτή η παράδοση ακολουθεί και τον καθηγητή Τάσο Μπίρη σήμερα. Γιος μιας αναγνωρισμένης προσωπικότητας, του Κυπριανού Μπίρη, αρχιτέκτονας και ο ίδιος, παραμένει αφοσιωμένος σχεδόν τριάντα χρόνια μεταξύ δημιουργίας και διδασκαλίας.

Τον τελευταίο καιρό μάλιστα έπειτα από πρόσκληση που του έγινε, αλλά και δική του επιθυμία, παράλληλα με την Αρχιτεκτονικό Σχολή της Αθήνας, διδάσκει και στο νεοσύστατο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Ξάνθης.

Μου λέει : «Μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτό, που ξεπέρασα το φόβο μου για το αεροπλάνο. Πηγαίνω μία φορά την εβδομάδα. Ξυπνάω στις τρεις το πρωί, πετάω με το δρομολόγιο των πέντε και επιστρέφω το βράδυ».

Αυτά τα ταξίδια ίσως να συνέβαλαν στο να ολοκληρώσω ορισμένες παρατηρήσεις και ορισμένες σκέψεις πιο προσωπικές, οι οποίες οδηγούν σε διαδρομές και επιθυμίες που δεν είχαν ως τώρα φανερωθεί. Για παράδειγμα, ανακάλυψα εδώ και κάποια χρόνια ότι μου αρέσει πάρα πολύ το γράψιμο.

Και συνεχίζει ο Μπίρης: «Η αρχιτεκτονική, παρά την επιστημονική και καλλιτεχνική της σημασία, είναι μια ιδιαίτερα εξαρτημένη μορφή δημιουργίας, ενώ το γράψιμο έχει μια αμεσότητα και αυτονομία.

Έχεις μια σκέψη και τη γράφεις. Αυτό είναι μια μορφή ελευθερίας. Δεν έχεις από πάνω σου κάποιον που θέλει συνέχεια να σου αλλάξει το μυαλό και αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό.

«Επειδή είμαι αρκετό καιρό δάσκαλος δεν μπορώ να πω πως αισθάνομαι το ίδιο σε αναφορά με την εργασία μου αυτή, όπως αισθανόμουνα παλιότερα. Στην αρχή υπήρχε ένας υπερβολικός ενθουσιασμός που γεννούσε η άγνοια των ευθυνών της διδασκαλίας.

Αλλά καθώς περνάνε τα χρόνια αρχίζεις και συλλαμβάνεις πια το σύνολο της κατάστασης μέσα στη Σχολή, αλλά και έξω από αυτήν. Σκέφτεσαι τι θα αντιμετωπίσουν οι σπουδαστές και οι σπουδάστριές μας έξω. Αναλογίζεσαι? κατά πόσον αυτά που διδάσκονται μέσα στο Πανεπιστήμιο μπορούν να αξιοποιηθούν πραγματικά κάτω από τις συνθήκες που υπάρχουν.

Έτσι αρχίζεις και τα βλέπεις όλα με πιο κριτικό μάτι. Οι ευθύνες φαίνονται πολύ μεγαλύτερες και καταλαβαίνεις ότι τα περιθώρια να γίνει κάτι σημαντικό είναι λίγα. Πάντως η διδασκαλία εξακολουθεί να μου αρέσει πάρα πολύ».

Ένας αρχιτέκτονας, περισσότερο από άλλους δημιουργούς, είναι δύσκολο να κάνει αυτό που θέλει. Εφ’ όσον δουλεύει για λογαριασμό κάποιων, υπάρχουν και οι επεμβάσεις. Στο μέλλον δεν πρέπει να αλλάξει αυτό ;

«Το ότι τα πράγματα στο επάγγελμα δεν θα είναι όπως τα θέλεις, αυτό είναι δεδομένο, είναι μέσα στο παιχνίδι. Απλώς παλιότερα, ο έξω χώρος δεν ήταν σε τόσο ριζική αντίθεση μ’ αυτό το οποίο διδάσκαμε, όσο είναι τώρα. Υπάρχει στον κοινωνικό χώρο έξω από το Πανεπιστήμιο μια μετάλλαξη βασικών εννοιών και στόχων. Μια αναντιστοιχία στην αντιμετώπισή τους, σε σχέση με αυτήν που αναπτύσσεται μέσα στα σχεδιαστήρια των Σχολών. Έχουμε ξεφύγει προς καταστάσεις οι οποίες χρειάζονται πάρα πολλή σκέψη και προσπάθεια για να επανέλθουν σε μια σωστή βάση. Μέσα στη Σχολή μιλάμε για μια αρχιτεκτονική, για ένα τρόπο αντιμετώπισης του αρχιτεκτονικού προβλήματος τον τρόπο ζωής, για την αισθητική, για την σχέση του κτιρίου με το τοπίο, και με την κοινωνία, για αξίες τις οποίες στη συνέχεια, στο χώρο της εφαρμογής, κανείς δεν υπολογίζει και κανένας δεν θεωρεί σημαντικές. Παλιότερα δεν ήταν έτσι, δεν υπήρχε τέτοια μεγάλη διαφορά. Σαν να έχει τρελαθεί ο κόσμος».

– Πώς εξηγούνται όλα αυτά, όταν, θεωρητικά τουλάχιστον, όλοι ενδιαφέρονται για την αισθητική του χώρου και την ποιότητα ζωής ;

«Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Κάποτε ο άνθρωπος έχτιζε ένα σπίτι για να μείνει μέσα ο ίδιος. Έχτιζε το σπίτι που αισθανόταν ότι του αναλογούσε, για να ζήσει σύμφωνα με τις ανάγκες του. Σήμερα δεν κάνει αυτό το πράγμα. Το σπίτι δεν είναι πια ο χώρος στον οποίο θα ζήσει. Τον αισθάνεται συχνά περισσότερο σαν μια οικονομική ή κοινωνική επένδυση. Δηλαδή, αξιοποιεί με μια εντελώς διαφορετική λογική το χώρο του».

– Δηλαδή. το κέρδος έχει μπει σ’ αυτή την απλή λογική της επιθυμίας να κάνει κανείς ένα σπίτι ;

«Η απόλυτη, ωφελιμιστική αντίληψη της ζωής είναι ακριβώς το υπόβαθρο για όλες τις ενέργειες. Παραλλάσσει και συσκοτίζει τα πράγματα.

– Τι σκέφτεστε κάθε φορά που χτίζετε κάτι που θα μείνει πολλά, πολλά χρόνια πίσω και θα καθορίζει και την αισθητική της πόλης ;

«Δεν είναι τόσο αιώνια σήμερα η αρχιτεκτονική όσο φαντάζεστε. Εντούτοις χρειάζεται διαρκώς μια αίσθηση ευθύνης και η επιθυμία να κάνεις τη δουλειά σου όσο μπορείς καλύτερα. Να έχεις κάποιες θέσεις-αρχές απέναντι στο τι θεωρείται σύνηθες ή αυτονόητο. Να ξέρεις όλο αυτό το πλέγμα που επηρεάζει τη δουλειά σου και βέβαια να σ’ αρέσει και να πιστεύεις σ’ αυτήν. Αν αγαπάς πραγματικά αυτό που κάνεις, οι “αμαρτίες” που ενδέχεται να κάνεις θα είναι κάπως λιγότερες, πιστεύω».

– Ο αρχιτέκτονας πρέπει να έχει καλλιτεχνικά κριτήρια ;

«Πρέπει. Αλλά υπάρχει ένας ιδιόμορφος τρόπος που το αρχιτεκτόνημα μπορεί να θεωρηθεί ως έργο τέχνης. Αυτός ο τρόπος διαφέρει από εποχή σε εποχή. Ζούμε σήμερα μια άρρυθμη, ασύμμετρη ιστορική περίοδο. Η ζωή είναι ακατάστατη και υπερκινητική. Δεν μπορεί το έντεχνο αρχιτεκτόνημα να υπακούει στο στιλιζαρισμένο κανονιστικό σύστημα που υπήρχε παλιότερα, όπως για παράδειγμα κατά την κλασική περίοδο. Τότε ανταποκρινόταν σε μια ιδιαίτερα συγκροτημένη κοινωνία. Το αρχιτεκτονικό έργο ήταν “στατικό”, ακίνητο, ανεπηρέαστο από τις επεμβάσεις του χρήστη μέσα στο χώρο και το χρόνο, και για τούτο μπορούσες να το θεωρήσεις σαν κλασσικό έργο τέχνης. Δηλαδή πλησίαζε να είναι αντικείμενο. Σήμερα η αρχιτεκτονική, όπως και οι άνθρωποι, είναι υπερκινητική, μεταλλάσσεται συνεχώς, καθώς περιέχει και εκφράζει το σύγχρονο, υπερκινητικό συνεχώς μεταλλασσόμενο άνθρωπο. Το αρχιτεκτόνημα είναι λοιπόν, πότε λιγότερο και πότε περισσότερο, ένα “ζωντανό” καλλιτέχνημα».

– Πώς συλλαμβάνετε μια ιδέα ;

«Συνήθως δεν συλλαμβάνεται έτσι κατά τύχην. Όταν ζεις μια ζωή κοντά στο πρόβλημα, σιγά σιγά διαμορφώνονται μέσα ορισμένες σκέψεις-ιδέες για το πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Αρχίζουν και ανοίγουν δρόμοι. Έτσι, κάποια στιγμή, την ώρα που χρειάζεσαι κάτι, αυτό βρίσκεται σε υποτυπώδη αρχική μορφή, ήδη μέσα σου, σαν να έχει κατά κάποιο τρόπο προετοιμαστεί. Δεν είναι τυχαία πράγματα οι ιδέες, σαν τα λαμπάκια των COMICS, τσακ και ανάβουν. Είναι επιθυμίες που επεξεργάζεσαι συνεχώς χωρίς και να υπάρχει άμεσος λόγος. Όχι μόνο την ώρα που κάνεις ένα κτίριο, αλλά και όλη την ώρα που σκέφτεσαι, καθώς ζεις τη ζωή σου».

– Γιατί γίνατε αρχιτέκτονας ; Ήταν η οικογενειακή παράδοση που δεν άφηνε δρόμους διαφυγής ;

«Αυτό είναι κάτι που συχνά το συζητάω και με τους σπουδαστές. Για να πω την αλήθεια, επειδή μεγάλωσα σε περιβάλλον αρχιτεκτόνων και σχεδίαζα καλά, θεωρήθηκε σαν μια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Όμως, μέσα στη Σχολή κατάλαβα ότι ήταν ευτυχής συγκυρία το ότι βρέθηκα στο χώρο που ήθελα. Και κατάλαβα ότι αυτού του είδους τα στερεότυπα, δηλαδή ο γιος ή η κόρη ενός αρχιτέκτονα να πρέπει να γίνει επίσης αρχιτέκτονας, δεν στέκουν. Δεν μεταδίδεται ντε και καλά η αρχιτεκτονική από πατέρα σε γιο ή κόρη. Η δημιουργία θέλει μια προσωπική σχέση με τα πράγματα. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι έπρεπε να βρω το δικό μου δρόμο».

-Είχατε σκεφτεί ένα άλλο επάγγελμα ;

«Εκείνη την περίοδο σκεφτόμουνα κρυφά μέσα μου ότι αν δεν γινόμουν αρχιτέκτονας θα ήθελα να γίνω μουσικός. Τελικώς, όμως, θα μπορούσα να πω ότι είμαι ευχαριστημένος από αυτό που είμαι».

– Πώς ήταν η ζωή σας μέσα σ’ ένα σπίτι με μεγάλη επιστημονική παράδοση ;

«Ο πατέρας μου ήτανε ισχυρή προσωπικότητα. Γι’ αυτό χρειαζόταν και συ να αναπτύξεις έναν προσωπικό τρόπο για να μπορέσεις να συνυπάρξεις μαζί του. Ανεξάρτητα όμως από αυτό θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος. Μου μίλησε για την αρχιτεκτονική σαν να ήταν παιδικό παραμύθι».

-Πώς είναι σήμερα οι φοιτητές σε σχέση με μερικές δεκαετίες πριν ;

«Κατ’ αρχάς είναι πολύ περισσότεροι. Επίσης η εκπαίδευση έχει γίνει πολύ πιο σύνθετη. Περιλαμβάνει πολλή περισσότερη ύλη, πολύ περισσότερες εξειδικεύσεις. Μα και η ζωή είναι διαφορετική. Όλα αυτά τα μέσα που προσφέρονται, οι αυτοματισμοί, τα ηλεκτρονικά μέσα, επηρεάζουν θετικά αλλά και αρνητικά. Καμιά φορά αχρηστεύουν το μάτι, το χέρι και άλλα φυσικά αισθητήρια και δημιουργικά κέντρα. Όταν όμως “σκαλίσεις” λιγάκι κάτω από την επιφάνεια, βλέπεις ότι ορισμένες βασικές ιδιότητες του ανθρώπου παραμένουν οι ίδιες. Και η αρχιτεκτονική (που δεν είναι όπως η διαφήμιση ή η τηλεόραση) στηρίζεται σε κάποιο βαθμό σε αντιλήψεις για το χώρο, που θα τις έλεγα αρχέτυπες. Δεν είναι περίεργο ότι ένα παιδί, ακόμα και σήμερα, ζωγραφίζει ένα σπίτι με τη γνωστή στέγη και τα παράθυρα σαν μάτια, ενώ δεν το έχει δει σχεδόν ποτέ, μια και η σύγχρονη αρχιτεκτονική είναι τελείως διαφορετική;

Αν λοιπόν κοιτάξεις λιγάκι πιο πίσω από τη συνηθισμένη έκφραση επιθετικότητας, που πάντοτε είχαν και έχουν οι νέοι απέναντι στους μεγαλύτερους και που πολλές φορές φοβίζει κιόλας (λες: “πώς να συνεννοηθώ μαζί τους;”), άμα διεισδύσεις λιγάκι, μπορεί να σπάσεις το κέλυφος της δυσπιστίας, μπορεί να πιάσεις μια γραμμή, να επικοινωνήσεις και να συνεννοηθείς».

-Μιλάμε για αρχέτυπα που υπάρχουν στο βάθος καθενός, πώς βλέπετε, όμως, τις ακραίες θέσεις στις φόρμες της αρχιτεκτονικής ;

«Έχουν γίνει ακραία και ταυτόχρονα ουσιαστικά άλματα στην αρχιτεκτονική, που έχουν δίκαια πάρει τη θέση τους στην Ιστορία. Αλλά την ανόητη συνεχή αναζήτηση μιας άσκοπης μορφοπλαστικής ή τεχνοκρατικής πρωτοτυπίας στο πλαίσιο της τρέχουσας επικαιρότητας -της μόδας- δεν την κατανοώ».

-Αν μιλάμε για την αρχή του αιώνα ως το Μεσοπόλεμο για μια μορφή κτισμάτων, τα νεοκλασικά, μπαουχάουζ κ.λπ., στο τέλος του αιώνα και στην αρχή του επόμενου για τι μορφές θα μιλάμε ; Θα μπορούμε να κατατάξουμε κάπως τα νέα κτίρια ;

«Έχω συνέχεια στο νου μου την ριζική αισθητική, κατασκευαστική, κοινωνική αλλαγή που έγινε στην αρχιτεκτονική στις αρχές του αιώνα. Τη βοήθησε να αγγίξει το μέτρο και τις ανάγκες, τόσο του εξειδικευμένου, όσο και του μέσου ανθρώπου. Δεν ήτανε πια η αρχιτεκτονική μόνο για τους “θεούς” και τους επιλεγμένους των ανώτερων τάξεων. Έπρεπε να γίνουν για τις συλλογικές ανάγκες νοσοκομεία, σχολεία, κέντρα πολιτιστικά, που να είναι ταυτοχρόνως και Υψηλή Τέχνη. Αυτή είναι μια σημαντική αλλαγή. Από το ’30 μέχρι σήμερα υπάρχει μια συνεχής κινητικότητα. Δεν μπορεί να είναι κανείς πολύ σίγουρος γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά δεν μου φαίνεται μέχρι στιγμής να έχει γίνει κάτι ανατρεπτικό από τότε, το οποίο να προϋποθέτει ριζική αλλαγή της αρχιτεκτονικής. Προς στιγμή σκέφτηκα ότι με τα οικολογικά προβλήματα, δηλαδή με την εξοικονόμηση της ενέργειας, που προϋποθέτει και νέα υλικά, αλλά και άλλες δομές αρχιτεκτονικής, ενδεχομένως να είχε γεννηθεί κάτι διαφορετικό. Αλλά κι αυτό έμεινε στη μέση. Κάποια στιγμή ξεχάστηκε αυτή η ιστορία της οικολογίας και σήμερα η “καινούργια” αρχιτεκτονική του επόμενου αιώνα είναι απλώς παιχνίδια μορφών. Δεν έχει βάθος αυτή η αλλαγή. Εντούτοις είμαι πολύ σκεπτικός (ίσως και ανήσυχος) απέναντι στη μεγάλη δομική αλλαγή που μπορεί να προκαλέσει στο άμεσο μέλλον, όχι μόνο στην αρχιτεκτονική, αλλά και στην ίδια τη ζωή μας, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Ιδιαίτερα εάν ξεπεράσει τη μεγάλη χρησιμότητά του και γίνει αυτοσκοπός, ενώ δεν θα έχει προηγουμένως καθοριστεί ένα σύστημα ηθικών αρχών και αξιών που να τον δεσμεύει».

-Την Αθήνα ως πόλη πώς τη βλέπετε ; Σας γεννήθηκε ποτέ η επιθυμία να ισοπεδωθεί και ξαναχτιστεί ;

«Όχι, δεν είναι ωραία πράγματα αυτά. Έχουν μέσα τους μια βιαιότητα που δεν μου πάει. Η Αθήνα είναι μια ζωντανή πόλη. Δεν είναι βέβαια όμορφη. Επιπλέον είναι και επικίνδυνη. Αν γίνει ένας σεισμός θα πεθάνουμε όλοι είναι βέβαιο αυτό. (Μου το είχε πει ο Προβελέγγιος πριν χρόνια όταν πήγαινε στην Πάρνηθα και έβλεπε την πόλη από ψηλά.) Μα αν το καλοσκεφτείς, είναι η πόλη που μας ταιριάζει. Έτσι την κάναμε. Όλοι μαζί, αρχιτέκτονες, πολιτικοί και ο κόσμος. Βέβαια δεν είναι όλων ίδια η ευθύνη, αλλά πάντως όλοι φταίμε για αυτό το πράγμα. Έχω την εντύπωση ότι αν αλλάξει ο τρόπος που σκεφτόμαστε και δρούμε (αλλά σε βάθος, όχι επιφανειακά) αν γίνουμε δηλαδή πιο πολιτισμένοι άνθρωποι, πιο ολιγαρκείς όσον αφορά τα καταναλωτικά αγαθά, υπάρχουν τρόποι να αλλάξει ουσιαστικά προς το καλύτερο, ακόμα και η Αθήνα, χωρίς να γκρεμιστεί προηγουμένως ολοκληρωτικά».

-Ποια θα εντοπίζατε ως τα χειρότερα σημεία της Αθήνας ;

«Δεν το βλέπω έτσι. Βλέπω ότι όλη η πόλη είναι διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας κακοδαιμονίας, αλλά και της ίδιας γενεσιουργού δυναμικής. Για μένα το πρόβλημα δεν είναι αισθητικό, δεν είναι “θέαμα” η πόλη, να τριγυρνάς και να λες α, τι ωραία που είναι. Είναι οργανισμός ζωντανός. Έχει σημασία πώς δέχεται τον αέρα και τον ήλιο, πού έχει πλατείες, πού έχει στοές, πού μπορείς να περπατήσεις, πού μπορείς να ψυχαγωγηθείς. Πού μπορείς να σταθείς και να συνομιλήσεις, πού μπορείς να προστατευτείς και να μπεις στο σπίτι σου. Που υπάρχει ζωή Και μαζί έρχεται η αισθητική. Αυτά λοιπόν είναι ίσως που μας λείπουν».

-Η πόλη πάσχει και δεν θεραπεύεται ;

«Αν οι άνθρωποι (πολιτικοί, αρχιτέκτονες και πολίτες) φτάσουνε κάποια στιγμή να εκπαιδευτούν )ή να αυτό-εκπαιδευτούν) κατά κάποιον τρόπο ώστε ν’ αλλάξει η νοοτροπία τους, να αξιολογήσουν διαφορετικά τα πράγματα, τότε κάτι μπορεί μακροπρόθεσμα να γίνει. Γιατί αυτή η πόλη που βλέπουμε και αναρωτιόμαστε “μα πώς έγινε!” έγινε από όλους, αλλά και από τον καθένα χωριστά. Είναι ένας συλλογικός τρόπος ζωής που εξελίχθηκε ακόμη και πιο παλιά από τα τελευταία σαράντα χρόνια. Αν λοιπόν δυνάμεις εκ των έξω και εκ των άνω επιβάλλουν σήμερα αυτό που εκείνες θεωρούν καλύτερο και όχι όλοι εμείς μαζί, τότε δεν γίνεται τίποτα ουσιαστικό. Να δώσω ένα παράδειγμα: το Θησείο και του Ψυρρή. Αν η πολεοδομική παρέμβαση γινόταν το ’50, θα γκρεμιζόταν το σύμπαν, θα κάναμε πολυκατοικίες και βεβαίως το αποτέλεσμα θα ήταν τραγικό. Τώρα έγινε αρχικά με πιο σωστή μέθοδο. Διατήρησαν τα παλιά σπίτια, βάλαν ήπιες χρήσεις (ψυχαγωγία κ.λπ.). Εντούτοις το αποτέλεσμα, αν το ζυγίζεις, έφτασε να είναι εξίσου θλιβερό. Έγινε εκεί μια αχόρταγη επιχείρηση με χαρακτήρα φαγητού και ψυχαγωγίας, οι κάτοικοι φεύγουν γιατί δεν μπορούν να ζήσουν. Ό,τι και να κάνεις, το θηρίο θα φέρει τα πράγματα στα μέτρα του. Είναι λοιπόν μακροπρόθεσμη και αργή η λύση, δεν είναι εμπνευσμένες αισθητικές παρεμβάσεις των ολίγων εκ των άνω».

-Τι σας συνεπαίρνει πιο πολύ, ο αρχιτέκτονας ή ο δάσκαλος ;

«Αυτό είναι ένα δίπολο το οποίο παίζει μέσα μου το “παιχνίδι” του συνέχεια. Η διδασκαλία σου δίνει τη δυνατότητα να σκέφτεσαι αυτά που κάνεις, να τα ξανασκέφτεσαι, να τα γενικεύεις, να αποκτάς μια θεωρία για τα πράγματα. Όταν νιώθεις ότι έχεις υπερβολικά θεωρητικοποιηθεί, ότι έχεις εγκλωβιστεί σε μια εξειδανικευμένη αφηρημένη αντίληψη των πραγμάτων, όπως συχνά συμβαίνει με τη διδασκαλία, έχεις ανάγκη “κάθαρσης”, που είναι η πράξη, η οικοδομή, το έργο. Από την άλλη μεριά πάλι το έργο (όταν απασχοληθείς υπερβολικά με αυτό) σε οδηγεί συχνά σ’ έναν σκληρό επαγγελματισμό. Οπότε το να έχεις το άλλο σου πόδι στο χώρο της εκπαίδευσης σε βοηθάει να λειτουργείς και στα δυο αυτά πεδία δράσης, ώστε να επικοινωνούν και να αλληλοτροφοδοτούνται».

-Υπάρχουν άνθρωποι που έχετε θαυμάσει ;

«Ναι και μάλιστα είχα την τύχη να έχω δασκάλους σημαντικούς από αυτούς. Πρόλαβα τον Γιάννη Δεσποτόπουλο, τον πατέρα μου Κυπριανό Μπίρη, το θείο μου Κώστα Μπίρη. Πρόλαβα τον απόηχο του Πικιώνη. Γνώρισα τον Άρη Κωνσταντινίδη, τον Προβελέγγιο, τον Ζενέτο, ξένους αρχιτέκτονες. Γνώρισα πολύ σημαντικούς ανθρώπους ανάμεσα στους σπουδαστές και τις σπουδάστριές μου. Γνώρισα Μαστόρους, πραγματικούς καλλιτέχνες. Ο πανεπιστημιακός χώρος, τριάντα χρόνια τώρα, είναι ένα πέρασμα. Εσύ μεγαλώνεις, ενώ οι μαθητές σου παραμένουν από 18 έως 26 χρόνων. Βλέπεις πρόσωπα που σε εκπλήσσουν και σε διδάσκουν. Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Πολύ περισσότερο παρακολουθώ την αλλαγή της ζωής και της κοινωνίας προς κάτι νέο μέσα από τα πρόσωπα αυτά, παρά από τα “έργα” των φτασμένων “Μεγάλων”».

-Θα θέλατε να ζείτε σε άλλη πόλη ;

«Σε ένα βιβλίο μου γράφω: “Νιώθω σ’ αυτή την πόλη (στην Αθήνα) σαν να είμαι μέσα στο σώμα μου όπου πολλές φορές νιώθω καλά, ενώ άλλες φορές όχι. Τότε θέλω να φύγω λιγάκι γι’ αλλού. Είναι μια αντιφατικά σχέση. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συχνά ο τόπος της “φυγής” μου είναι η Θεσσαλονίκη. Μ’ αρέσει η Θεσσαλονίκη, είναι στη φαντασία μου τόπος όπου “μπορείς να το σκάσεις”. Τελικά “το έσκασα” στην Ξάνθη. Εντούτοις νιώθω συνήθως καλά σ’ αυτή την “άσχημη” Αθήνα».

-Αν σας λέγανε ότι είσαστε ελεύθερος να κάνετε ό,τι θέλετε σ’ ένα χώρο, τί θα φτιάχνατε ;

«Δεν βλέπω έτσι την αρχιτεκτονική. Δεν τη βλέπω σαν το πεδίο όπου κάτω από “ιδανικές” συνθήκες κάποιος θα μου επέτρεπε να κάνω ό,τι θέλω. Για μένα η ουσία στο αρχιτεκτονικό πρόβλημα είναι στην τριβή με τα πράγματα, με το ίδιο το πρόβλημα. Είτε είναι το οικόπεδο ή η κοινωνία ή αυτός που θα το κατοικήσει ή εγώ ο ίδιος και οι ιδέες μου, Η αρχιτεκτονική πρέπει να βγαίνει από ένα τέτοιο βάσανο. Θα ήθελα να νιώθω ότι αυτό που κάνω ανταποκρίνεται σε κάτι, ότι προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα, όχι μόνο δικό μου, αλλά κυρίως κάποιου άλλου. Γι’ αυτό έγινα αρχιτέκτονας. Τα ωραιότερα έργα έχουν γίνει κάτω από την πίεση καταστάσεων. Γιατί αυτό το “βάσανο” είναι που σε κάνει να θέλεις να υπερβείς την ισχύουσα κατάσταση. Το άλμα σου γίνεται τόσο μακρύτερο, όσο περισσότερο βασανίζεσαι. Όταν δεν θα υπάρχει περιοριστικό πλαίσιο θα είχα μια αμηχανία για το τί να κάνω, για το πώς θα υπερβώ τον εαυτό μου.

Όμως πιστεύω ότι τα καλύτερα έργα μας δεν θα γίνουν ποτέ. Μένουν οι ιδέες τους στην ψυχή μας σαν ανικανοποίητες βαθιές επιθυμίες που διαρκούν μια ζωή».

T.M.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *