“Back to Basics”
(Γράφτηκε 9/5/2013. Δημοσιεύθηκε στο site “Greek-architects”)
Είναι ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση του καλού συνάδελφου και φίλου, ακριβώς γιατί την διατυπώνει ως δάσκαλος.
Και ο χώρος της διδασκαλίας σε κάθε έκφανση και βαθμίδα της (στην περίπτωση αυτή, της πανεπιστημιακής διδασκαλίας της αρχιτεκτονικής) είναι από εκείνους που έχουν μέγιστη ευθύνη για την διαμόρφωση των συνθηκών οι οποίες κάθε φορά οδηγούν στο “θαύμα ” ή στο “δράμα ” που συχνά συνεπάγονται οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί μέσα στο χρόνο. Ιδιαιτέρως οι ακραίοι, όπως η μεγάλη κρίση που σήμερα βιώνουμε.
Ας μου επιτραπεί λοιπόν και εμένα να αναπτύξω μερικές γενικές, αλλά και ειδικότερες σκέψεις προσανατολισμένες προς το ίδιο πεδίο αναφοράς όπου ο Α. Γιακουμακάτος κινείται? δηλαδή τη διδασκαλία, αλλά και τη σχέση των δασκάλων (αρχιτεκτόνων εφαρμογής, ιστορίας και θεωρίας της αρχιτεκτονικής) σε σχέση με την προ και μετά κρίσεως περίοδο, σε σχέση με την παρούσα (εν μέσω κρίσεως) αλλά και με εκείνη που θα ακολουθήσει μετά από αυτήν.
Από καιρό μου έχει κάνει εντύπωση η συχνά αντιφατική (ή προκατειλημμένη;) οπτική με την οποία αντιλαμβανόμαστε ή καταγράφουμε την ιστορία μας και ειδικότερα εκείνη της αρχιτεκτονικής μας. Και έτσι, σπάνια διδασκόμαστε από όσα έχει να μας πει.
Όμως, δεν αναφέρομαι εδώ στην συνήθη “θριαμβολογία” περί αυτής όταν θέλουμε να την εκμεταλλευθούμε για την ενίσχυση του “Εγώ” μας. Αντιθέτως, με απασχολεί μια υφέρπουσα διάθεση απόκρυψης ή υποτίμησής της σε αναφορά με συγκεκριμένες περιόδους της.Για παράδειγμα, μέσω του ισοπεδωτικού “τσουβαλιάσματος” της σε βολικά συνολικά μακροχρόνια “πακέτα” σχολάζοντος αρχείου, γιατί αισθανόμαστε απειλούμενοι όταν αποκαλύπτει τις ευθύνες μας για την –ενδεχομένως- λαθεμένη ή φθίνουσα πορεία μας από το παρελθόν προς το παρόν και το μέλλον.
Συγκεκριμένα έχω παρατηρήσει με πόση μαεστρία χρησιμοποίησε αυτή την υφέρπουσα υποτίμηση της περιόδου 1930-1967 η “Εμπροσθοφυλακή” του υλιστικού εκσυγχρονισμού της παγκοσμιοποίησης, κυρίως κατά τη δεκαετία 1995-2005, προκειμένου να επιβάλλει, και στον τόπο μας -ειδικά στο χώρο της διδασκαλίας της αρχιτεκτονικής- την διεθνή α-τοπική, από-ιδεολογικοποιημένη αρχιτεκτονική της εντυπωσιακής, πανάκριβης μορφοπλασίας του life-style που στη συνέχεια κυριάρχησε μέχρι την κρίση.
Για τον ίδιο λόγο παράλληλα εισήγαγε στον ευρύτερο χώρο αλλά και στο πανεπιστήμιο, το ανιστορικό ιδεολόγημα της -τάχα- σύγκρουσης ανάμεσα στο (καλό – πρωτότυπο) ‘Νέο”, που έρχεται και στο (κακό – ξεπερασμένο) “Παλαιό”, που πρέπει να φύγει, χωρίς μάλιστα να προσδιορίζει τι εννοεί ως νέο και τι ως παλαιό.
Έτσι η αρχιτεκτονική αυτή διδάχτηκε και μάλιστα κατά πλειοψηφία (αλλά και με ελάχιστο αντίλογο, που όμως πλήρωσαν ακριβά οι αντιλέγοντες) στις αρχιτεκτονικές σχολές και τα νεοσύστατα τμήματα.
Ταυτοχρόνως ξεμπερδέψαμε γρήγορα και εύκολα με τη μισή σχεδόν προηγούμενη αρχιτεκτονική του τόπου από το 1925 έως τα τέλη του 1960, αναγορεύοντάς την (στην καλύτερη περίπτωση) σε νεκρό “μουσειακό υλικό”, που το πολύ-πολύ, εορτάζεται επετειακά, χωρίς να ασκεί όμως καμιά διδακτική ή άλλη επιρροή.
Για να ψάχνουμε τώρα εξαρχής μια (εκ παρθενογενέσεως;) νέα – μετά την κρίση – αρχιτεκτονική. Ενώ -καλά προπονημένοι στην αμνησία- ξεχνούμε ότι, για παράδειγμα, στο όχι απώτατο αυτό παρελθόν, (με κορυφαίο παράδειγμα την γενικότερη πολιτισμική “άνοιξη” του 1960-1967, που διέκοψε βίαια η δικτατορία) υπήρχε ήδη στον τόπο -έστω και όχι κυριαρχούσα- εξαιρετική σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική. Μάλιστα, χωρίς να μιμείται τα διεθνή καταναλωτικά πρότυπα, είχε (ακριβώς γι’ αυτό το λόγο) υψηλότατη θέση στη διεθνή βιβλιογραφία. (Ας σημειωθεί ότι ο όρος “σύγχρονη”, προκειμένου περί της αρχιτεκτονικής, σημαίνει -υπό φυσιολογικές συνθήκες- διάρκεια δεκαετιών, νομίζω. Και όχι τις -σχεδόν ανά εβδομάδα- μεταλλάξεις της, που έκθαμβοι παρατηρούσαμε κατά τη διαταραγμένη προ- κρίσεως περίοδο).
Αυτή η τότε σύγχρονη αρχιτεκτονική ήταν το πολύτιμο “κεφάλαιό” μας, που μεταδικτατορικά θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως βάση για πραγματικά νέες, απρόβλεπτες, θετικές για τον τόπο, μετεξελίξεις της αρχιτεκτονικής του. Μετεξελίξεις που -όμως- δυστυχώς δεν έγιναν. Από ανοησία, ματαιοδοξία ή και “ωφελιμιστικές στρατηγικές” ισχυρών -ως προς την επιρροή που ασκούσαν- ομάδων που επένδυαν προβλεπτικά στην εκμετάλλευση της επερχόμενης οικονομικής, πολιτισμικής και -ειδικότερα- αρχιτεκτονικής “φούσκας”, της οποίας αποτέλεσμα είναι το σημερινό μας δράμα.
Και αυτό το πολύ διδακτικό -ιδιαιτέρως σήμερα- ιστορικό κεφάλαιο αποκαλούμε τώρα (ως μηδέποτε διδασκόμενοι από τα λάθη μας) “συμπαθή επαρχιώτικο εξωτισμό”!!
Η αμνησία και η τάση λοιπόν, για υποτίμηση της ιστορίας μας πιστεύω ότι, ίσως άθελά μας, ρίχνει νερό ζωής στις ακόμη δραστήριες θεωρίες και εφαρμογές των κατ’ επάγγελμα “εκσυγχρονιστών” μας, αποκρύπτοντας, αποδομώντας, τσουβαλιάζοντας και την υπόλοιπη 40χρονη εξέλιξη της αρχιτεκτονικής της μεταπολίτευσης. Ήταν μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος της και η περίοδος της δικής τους -σχεδόν απολύτως- ιδεολογικής κυριαρχίας, που “έθαψε” – και ακόμη “θάβει” – κάθε αντίθετη άποψη στον ευρύτερο χώρο, αλλά και σε εκείνο της διδασκαλίας.
Έτσι η κρισιμότατη περίοδος καλπάζοντος ποικιλόμορφου μετα-μοντερνισμού από το 1974 μέχρι περίπου το 2000 (συμπεριλαμβανομένου και του σκόπιμου “blank” της τελευταίας δεκαετίας πριν την κρίση) περιγράφεται τώρα βολικά (δηλαδή εξαγνιστικά) ως ανούσια, ανώνυμη, ομοιογενής – μέσα στην ανομοιογένειά της – “σούπα”, που τάχα όλοι μαζί, συνεργαζόμενοι εν ομόνοια, χωρίς εξαίρεση ή αντιπρόταση (!) φτιάξαμε και όλοι μαζί φάγαμε(!!)
Εξαιρουμένων φυσικά των -”διαμορφωτών γνώμης” του χώρου μας, στους οποίους προηγουμένως αναφέρθηκα. Καθώς πάντα ανακατεύουν το μείγμα ως μαΐστορες αυτής της τεχνικής, χωρίς όμως ποτέ να παίρνουν την ευθύνη για την -σε προηγούμενο χρόνο- μετά πάθους και κατά περίπτωση διαφήμιση ή δυσφήμιση του.
Και η “σούπα” φτάνει επιτέλους στη βράση της ακριβώς αυτή τη τελευταία (μυστηριώδη και μη προσδιοριζόμενη) δεκαετή περίοδο του “blank”, δηλαδή του φαντασιακού – μέσα στην ανεμελιά του – αρχιτεκτονικού “anything goes”, που σήμερα όλοι θέλουν να ξεχάσουν ή να κρύψουν ως παιδί αγνώστων γονέων.
Γιατί το παιδί ήταν το προοίμιο της Κρίσης, η οποία δεν ήρθε έτσι απλά, χωρίς σύνδεση με τα προηγούμενα.
Και τώρα πια – εν καιρώ πολέμου- πολύ ορθώς, αλλά χωρίς σημεία αναφοράς, με εξαφανισμένο ή ανερμήνευτο παρελθόν, χωρίς μνήμη για το ιστορικό προηγούμενο, για πρόσωπα, θεωρίες και χτισμένη αρχιτεκτονική που διαμόρφωσαν τα (καλά ή κακά) πεπραγμένα μας, με μια απλή αφ’ υψηλού διαπίστωση της γενικευμένης αυτής χρεοκοπίας, αναρωτιόμαστε τι να κάνουμε.
Απεκδυόμαστε όμως (ως δάσκαλοι και δασκάλες της αρχιτεκτονικής) κάθε ευθύνης για την αστόχαστη μίμηση της διεθνούς αρχιτεκτονικής του θεάματος και του πανάκριβου μορφοπλαστικού εντυπωσιασμού, που διδάχθηκε στις σχολές μας ή εφαρμόσθηκε στον κοινωνικό χώρο. Ενώ ξαφνικά (“out of the blue” όπως λένε οι αγγλοσάξονες) ξαναθυμόμαστε -ορθώς- την ξεχασμένη ιδεολογία του “Δοχείου Ζωής” του Άρη Κωνσταντινίδη (του εγκατεστημένου στην αεροστεγή μουσειακή του προθήκη – εάν θυμάστε). Όπως ξαναθυμόμαστε -επίσης ορθώς- την κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής. Άλλο εάν προτιμούμε και τους δυο όρους σε πιο “light” εκδοχές.
“ Back to Basics “ λοιπόν.
Πολύ σωστό ακούγεται. Να που ξαφνικά το νεκρό “παλιό” ζωντανεύει ως “νεότατο”, αποδεικνύοντας ότι τα περί θανάτου του τσιτάτα ήταν σκέτες ανοησίες.
Όμως, πως άραγε εννοούμε αυτά τα “Basics”;
Γιατί υπάρχουν και εκείνα τα μοδάτα “Basics”, που δεν υποφέρονται. Εξ’ ου προκαλούν μεγάλη ανησυχία οι “light” και οι “κοσμοπολίτικες” ερμηνείες του όρου.
Αντιθέτως η συγκυρία νομίζω ότι χρειάζεται γνήσια, βαθιά, επίπονη ενδοσκόπηση για το πως φτάσαμε εδώ, ως προϋπόθεση για ένα νέο ξεκίνημα.
Αλλιώς το σχήμα του ξαφνικού “αθώου” ξυπνήματος και των προτροπών τύπου “όλοι και όλες μαζί” προς τις νέες ιδεοληψίες μας, δεν νομίζω ότι οδηγεί πουθενά.
Χρειαζόμαστε επίσης συλλογικές σκέψεις, κρίσεις συγκρίσεις, αναφορικά με όσα είπαμε, φτιάξαμε, διδάξαμε ως άτομα και ομάδες κατά το παρελθόν. Σκέψεις ακόμη και κατά μόνας, σιωπηλές.
Επίσης, μιας και το πρόβλημα του αντικειμένου μας ως τέχνης, επιστήμης και επαγγέλματος, αφορά όλους και όλες, η επικοινωνία και αλληλεγγύη μεταξύ μας ίσως αποδώσει ένα στοιχειώδες “κοινό μέτρο”, μια στοιχειώδη κοινή κλίμακα αναφοράς, μέσα στο απολύτως αποδομημένο κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον που δημιουργήσαμε. Όπου λέγεται ότι να ‘ναι, από οποιονδήποτε, για οτιδήποτε, σε παράλληλους μονολόγους. Ενώ ρόλοι, ιδέες, πεποιθήσεις, εναλλάσσονται, αντιστρέφονται, διαστρέφονται, χάνονται και επανεμφανίζονται εν ριπή οφθαλμού.
Σε αναφορά με τις τελευταίες αυτές σκέψεις, δεν καταλαβαίνω γιατί μου έρχεται στο νού μια συνέντευξή μου προς τον Σταμάτη Μαυροείδη της εφημερίδας “Δρόμος” (δημοσίευση 15-16 Μαρτίου 2013). Καθώς νομίζω ότι, ως προς το θέμα της, δεν είναι απολύτως ταυτόσημη με το παρόν κείμενό μου, παρότι αναφέρεται και αυτή στην κρίση. Επιπλέον, η προφορική συζήτηση με τον δημοσιογράφο προηγήθηκε κατά πολύ από τη δημοσίευσή της στην εφημερίδα, και από τα όσα εδώ ανέπτυξα.
Είχα ερωτηθεί λοιπόν τότε εάν, εξαιτίας της κρίσης, ωριμάζει ίσως μια γενικότερη “καινούργια κατάσταση” που θα φτάσει να επηρεάσει και την αρχιτεκτονική.
Κατόπιν αρκετής σκέψης απάντησα ως εξής :
“… Παρατηρώ διεθνείς και εντόπιους πρωταγωνιστές, αλλά και απλούς συνοδοιπόρους της θεωρίας και των πρακτικών που προκάλεσαν την κρίση σε όλες τις κοινωνικές δράσεις, να παριστάνουν τώρα τα κοινωνικά ευαισθητοποιημένα θύματά της! Ακόμη και να μας κουνούν το δάκτυλο “από έδρας”.
Και τούτο συμβαίνει ενώ υποδορίως διαφαίνεται ότι προετοιμάζουν την “νέα κατάσταση” ώστε να είναι και πάλι στα μέτρα τους, με στόχο να διατηρήσουν στο ακέραιο τον τρόπο σκέψης και δράσης τους. Χωρίς να έχουν διδαχτεί από τα πεπραγμένα τους. Χωρίς να νοιάζονται για τίποτα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική, που είναι μέρος και συχνά διαμορφωτής της κοινωνικής πραγματικότητας. Πιστεύω ότι η τάση για ανεξέλεγκτη, αναίτια και πανάκριβη μορφοπλασία που χαρακτήρισε τη διεθνή και εντόπια αρχιτεκτονική, τόσο στη διδασκαλία, όσο και στην εφαρμογή της, κυρίως τα τελευταία 15-20 χρόνια, ήταν ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που προανήγγειλαν, αλλά και οδήγησαν ενεργά στην τραγωδία που σήμερα βιώνουμε.
Στη διάδοση αυτού του πνεύματος συνέβαλαν πρωτίστως, οι κυβερνητικές πολιτικές αυτής της περιόδου, σχεδόν σύσσωμοι οι περί την αρχιτεκτονική διαμορφωτές της κοινής γνώμης, όχι λίγοι θεωρητικοί και ιστορικοί της αρχιτεκτονικής, πολλοί αρχιτέκτονες εφαρμογής, αλλά και αρχιτέκτονες – πανεπιστημιακοί δάσκαλοι……”
Φτάνει λοιπόν, νομίζω, μέχρις εδώ καθώς (για την ώρα) όλα αλλάζουνε και όλα ίδια φαίνεται ότι μένουν.
Τάσος Μπίρης
03-05-2013