“1η Έκθεση Αρχιτεκτονικού Έργου στην Αττική”

Αρχιτεκτονική προσγείωση

(Άρθρο στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, 12/04/2013)

Η “1η Έκθεση Αρχιτεκτονικού Έργου στην Αττική”, παρουσιασμένη στο ανακαινισμένο εργοστάσιο “Μεταξουργείο” και διοργανωμένη από τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων ,ΣΑΔΑΣ), είναι για τον επισκέπτη μια εξαιρετικά θετική, αλλά και διαφωτιστική εμπειρία.

Τούτο οφείλεται στο σημαντικό – αν και σε μεγάλο βαθμό άγνωστο – υλικό που εκτίθεται.

Οφείλεται όμως και σε μια ασυνήθιστη ιδέα της οργανωτικής ομάδας του Συλλόγου, να συγκροτήσουν και να παρουσιάσουν την Έκθεση με έναν ειδικό τρόπο. Δηλαδή να μην υπάρξει αξιολόγηση και επιλογή των έργων από κάποια κριτική επιτροπή (όπως συνήθως γίνεται), αλλά να εκτεθούν όλα μαζί όσα υποβλήθηκαν, με βάση την απλή αλφαβητική σειρά που προκύπτει από τα ονόματα των δημιουργών τους. Έτσι ώστε, η δυνατότητα και επιθυμία διαμόρφωσης ή και διατύπωσης οιωνδήποτε κρίσεων να επαφίεται στην ελεύθερη και αυθόρμητη πρωτοβουλία του κοινού.

Η αιτιολόγηση της ιδέας αυτής περιγράφεται και εξηγείται με σαφήνεια στον κατάλογο της έκθεσης, ώστε η σκέψη του επισκέπτη να μην “μπερδεύεται” από την πολυμορφία του συνολικού έργου που παρουσιάζεται. Αντιθέτως, να οδηγείται σε μια γόνιμη συνδυαστική θεώρηση των διαφορετικών προσωπικών αρχιτεκτονικών έργων, ως στοιχείων μιας ευρείας συλλογικότητας ομόρροπων ή αντίρροπων, ομοιογενών ή ανομοιογενών ροπών και τάσεων. Έτσι επιχειρείται να συντεθεί ως όλο (έστω και δειγματοληπτικά) η σύγχρονη αρχιτεκτονική του τόπου στις ποικίλες εκφάνσεις της, ως προς το είδος και την όποια αξία τους.

Πάντως, πρόκειται για προσπάθεια που -σε σύγκριση με άλλες παρουσιάσεις- σίγουρα αποτυπώνει μια πιο περιεκτική, κυρίως πιο αληθινή και -γι’ αυτό- πιο άγνωστη συνολική εικόνα της αρχιτεκτονικής που μελετήθηκε ή (και) υλοποιήθηκε κατά την τελευταία περίοδο (π.χ. στην Αττική) ανεξάρτητα από θεματολογικούς ή άλλους περιορισμούς. Νομίζω ότι μια τέτοια μη-προκατειλημμένη καταγραφή του “τι”, “πώς”, “πού”, “από ποιους” και “για ποιους”, πραγματικά (και χωρίς επιλεκτικούς εξωραϊσμούς) γίνεται στον χώρο της αρχιτεκτονικής, έχει ένα όλως ιδιαίτερο νόημα. Γιατί έτσι φέρνει τους αρχιτέκτονες σε κοντινή επαφή και διαλεκτική σχέση (με αφορμή το έργο τους) και τους ενώνει μεταξύ τους, αλλά και με την κοινωνία, στο πλαίσιο ενός πολυεπίπεδου κοινού προβληματισμού. Ενός προβληματισμού που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί (αντιθέτως αποκλείεται να γίνει) με τη συνεχή μονομερή κυριαρχία των γνωστών ανταγωνισμών που μας χωρίζουν· π.χ. για το ποιος ή ποια είναι καλύτερος ή καλύτερη και ποιος ή ποια είναι
χειρότερος ή χειρότερη. Κάτι που αυτή η έκθεση, με το μη-φαντασμαγορικό, μη- ανταγωνιστικό, ενωτικό πνεύμα της, επιχειρεί να αποφύγει. Αυτό το στοιχείο τηςσυλλογικότητας, στο οποίο ήδη έγινε αναφορά, έχει ιδιαίτερη σημασία ειδικά σήμερα, ενόσω βιώνουμε την φοβερή κρίση που μας περιζώνει και η οποία έχει διαλύσει (εκτός από πολλά άλλα) τη συνεκτική σχέση που συνενώνει τον κλάδο μας, ενώ ταυτοχρόνως έχει αποδομήσει και την ίδια την αρχιτεκτονική, ως τέχνη, επιστήμη και επάγγελμα. Έτσι, σε συνθήκες υποβάθμισης και ανεργίας, τείνουμε πια να χάσουμε αυτό καθεαυτό το αντικείμενο της δουλειάς μας και σε επέκταση, την ουσιώδη ενεργό θέση μας μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Σε αναφορά λοιπόν με την επείγουσα ανάγκη ενός συλλογικού-ενωτικού προβληματισμούγια το τι πραγματικά είμαστε και πού πάμε κάτω από τις σημερινές και μελλοντικές συνθήκες, νομίζω ότι η έκθεση του Συλλόγου είναι πολύ διδακτική. Επιπλέον μας βοηθά να θυμηθούμε ότι πολύ καλή αρχιτεκτονική έχει γίνει και στα Σεπόλια, στο Περιστέρι, στην Καισαριανή, στα Μελίσσια, στον Κόκκινο Μύλο και αλλού· από νέους και παλαιούς, γνωστούς, αλλά και άγνωστους συναδέλφους. Και φυσικά να διερωτηθούμε γιατί παρέμεναν άγνωστοι και άγνωστες (όπως και το έργο τους) όλο αυτό τον καιρό, ώστε να τους (τις) γνωρίσουμε ξαφνικά με μεγάλη ευχαρίστηση ειδικά στην έκθεση αυτή.

Όπως επίσης διερωτηθήκαμε γιατί πολλοί από τους ήδη γνωστούς αστέρες -κυρίως της ηλικίας των 35-45 ετών- απουσίαζαν (επιδεικτικά;) από αυτήν.

Όπως, τέλος, θυμηθήκαμε ότι ακόμη και στην προ κρίσεως περίοδο των “ανέμελων φαντασιώσεων”, κάναμε καλή πραγματική αρχιτεκτονική στον (και για τον) τόπο μας. Και όχι – όπως η περί την αρχιτεκτονική “ιντελλιγκέντσια” ήθελε να μας κάνει να πιστεύουμε σε (και για) κάποιο θαυμαστό μακρινό πλανήτη. Όπου π.χ. η βαρύτητα είχε τάχα νικηθεί και περίεργα όντα (οι χρήστες των έργων μας) θα περιδινίζονταν, όπως οι αστροναύτες, αιωρούμενοι εν κενώ· μέσα σε ρευστούς, συνεχώς μεταλλασσόμενους αρχιτεκτονικούς χώρους τύπου “αμοιβάδας”, (δηλαδή χώρους αναδιπλούμενους, περιστρεφόμενους, αιωρούμενους)· μιας γεωμετρίας και μορφοπλασίας ασύλληπτου βαθμού συνθετότητας και υψηλού κόστους.

Ας μου συγχωρεθεί το ότι -σκοπίμως- υπερβάλλω.

Όμως, μετά τις “αιωρήσεις” (στις οποίες προηγουμένως αναφέρθηκα) ήρθε ίσως -λόγω κρίσεως- η ώρα της, έστω και προσωρινής, “προσγείωσης”στην συλλογική πραγματικότητα του τόπου και της κοινωνίας. Με την οποία δεν μπορεί παρά να έχουμε, ως κλάδος, ουσιώδη σχέση.

Το “εάν και πόσο” της ενωτικής (και όχι διαχωριστικής) σχέσης που ίσως προκαλέσει αυτή η “προσγείωση”, νομίζω ότι επιχειρεί να ανιχνεύσει και να ενισχύσει, μεταξύ άλλων, η έκθεση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων. Και πιστεύω ότι το πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό. Γι’ αυτό αυτό οι προσπάθειες του αξίζει να ενδυναμωθούν με ευρεία συμμετοχή σε αυτές.

T.M.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *