(Άρθρο στο περιοδικό “αρχιτέκτονες” του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων τ.55 περίοδος Β, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2006)
• Κάνει εντύπωση ο τρόπος που παρουσιάζονται τα “ανοίγματα” ή πιο απλά, τα παράθυρα στα σχέδια και στις κτισμένες εφαρμογές πολλών (και πολύ προβαλλόμενων) αρχιτεκτονικών ρευμάτων της επικαιρότητας.
Ως “τρόπο” εννοώ μια γενική νοοτροπία που -θέλουμε δε θέλουμε- διατρέχει τα δημιουργήματα μας και τα κάνει να έχουν και να δείχνουν κάτι από το χαρακτήρα του δημιουργού τους και της εποχής που τα γέννησε, σημαδεύοντάς τα μέχρι και τη λεπτομέρειά τους.
Βεβαίως, για την αρχιτεκτονική το άνοιγμα – παράθυρο δεν είναι λεπτομέρεια. Αντιθέτως λειτούργησε ιστορικά ως βασικός συμβολικός δείκτης των ιδεολογικών κατευθύνσεων της. Έτσι ώστε να μπορεί κανείς εύλογα να ισχυρισθεί: «Πες μου πως φτιάχνεις τα παράθυρα, να σου πω τι αρχιτεκτονική κάνεις».
• Πολλές φορές πια τα κτίρια μοιάζουν με συμπαγή οχυρωματικές κατασκευές, ή με γυαλιστερές ατράκτους πυραύλων, ή με αναδιπλούμενες σερπαντίνες, πραγματικά ή φαινομενικά χωρίς παράθυρα. Τούτο το τελευταίο συμβαίνει όταν ο αρχιτέκτονας τελικώς αναγκάζεται να τα βάλει. Αγωνίζεσαι να τα ανακαλύψεις, κρυμμένα σε αφανείς περιοχές του κτιρίου ή καμουφλαρισμένα πίσω από ημιδιαφανή πετάσματα, ακόμα και μόνιμα περσιδωτά υψηλότατης τεχνολογίας, που δεν αιτιολογούνται λειτουργικά, αλλά σκόπιμα το άνοιγμα για να φαίνεται σαν πλήρες. Τέτοιου είδους τεχνάσματα προδίδουν φόβο αυτών των αρχιτεκτόνων για το παράθυρο και μια ενδόμυχη επιθυμία τους να μην υπάρχουν τούτες οι ενοχλητικές “τρύπες”!
• Άλλοτε πάλι, τα ανοίγματα φαίνονται και μάλιστα σε προκλητικά υπερτονισμένους δυναμικούς σχεδιαστικούς σχηματισμούς. Διερωτάσαι όμως αν είναι ή υ π ο δ ύ ο ν τ α ι ό τ ι ε ί ν α ι, παράθυρα. Αν έχουν πίσω τους πραγματικό βάθος ζωντανού χώρου. Αν θέλουν ή δεν θέλουν, αν χρειάζονται ή όχι, την ανθρώπινη φιγούρα μέσα στο “κάδρο” τους.
• Αισθάνομαι στις περιπτώσεις αυτές ότι τα ανοίγματα που βλέπω δεν είναι παρά στιλιστικά σημάδια μιας συγκεκριμένης αισθητικής· κάτι σαν καλλιτεχνική υπογραφή του αρχιτέκτονα πάνω στην όψη του κτιρίου “του”.
• Γι’ αυτό τα ενοχλεί και δεν έχει καν θέση σ’ αυτά πια, η ανθρώπινη παρουσία. Πράγματι, τι δουλειά έχει ο οποιοσδήποτε “Βασίλης” ή η οποιαδήποτε “Μαρία”, να χαλά μια άψογη αισθητική “Παύση” ή “Ασυνέχεια” ανάμεσα από δυο Ιδανικά “Πλήρη”; Τι δουλειά έχουν οι δυο τους εκεί όπου συντελείται μια “Διάτρηση” ή “Πτύχωση” ιδανικών επιπέδων; Πού, πώς και γιατί να βρει θέση η ζωή (φυσική, ακατάστατη, δυναμική) όχι σ’ ένα παράθυρο – όπως πολύ θα ήθελε – αλλά στην εξέλιξη μιας αφηρημένης άσκησης στερεομετρίας ή γλυπτικής ογκοπλασίας (που στην ουσία μάλιστα, εκτυλίσσεται, όχι σε συγκεκριμένο τόπο, αλλά εν κενώ, στον απόμακρο συμπαντικό χώρο).
• Και πάλι εδώ (παρά τη φαινομενική βεβαιότητα του εγωκεντρικού δημιουργού – “esthete”), το επαμφοτερίζον ‘Είναι και Δεν Είναι’ του παράθυρου αποκαλύπτει την υποδόρια φοβική σχέση του ίδιου και του έργου του με τη ζωή.
• Εν τούτοις πιστεύω ότι είναι λάθος να θεωρούμε τη σύγχρονη αισθητική και την ανθρωπιά ως αξίες αναγκαστικά αντιμαχόμενες ή ασύμβατες. Αισθητική επεξεργασία του “ανοίγματος” και της σχέσης “πλήρων” και “κενών”, σε συνδυασμό με κατάλληλα νέα τεχνολογικά μέσα για καλύτερη ποιότητα ζωής, οπωσδήποτε επιβάλλεται. Όμως προέχει σε σημασία μια προσωπική αίσθηση “Μέτρου”, μια αξιολόγηση προτεραιοτήτων, που σημαδεύει τις διαφορετικές αρχιτεκτονικές και φανερώνει ποια ιδεολογία π ρ α γ μ α τ ι κ ά υπηρετούν. Παραδείγματος χάριν, δείχνει αν θεωρούν το αρχιτεκτόνημα πρωτίστως ως “Δοχείο Ζωής” (δηλαδή βιωμένη εν δράσει κατάσταση και εμπειρία ζωής) ή αισθητικό αντικείμενο (που βλέπεται προς “τέρψιν οφθαλμών”).
• Σε αναφορά με αυτό, ας σκεφτούμε το ‘Μοντέρνο Κίνημα’. Ήταν ακραία ανατρεπτική νεωτερική δύναμη που άλλαξε ριζικά την αρχιτεκτονική. Όμως, ενώ εφάρμοσε μια καινούρια αισθητική, δημιουργώντας εξαιρετική Τέχνη, κυρίως θέλησε να υπηρετήσει ένα νέο, καλύτερο, δικαιότερο, φυσικότερο τρόπο ατομικής και συλλογικής ζωής. Και τούτο φαίνεται καθαρά, ως συμβολικό σημάδι, στα ανοίγματα (στα μεγάλα και μικρά παράθυρα, στα γνωστά “έρκερ”, στις μπαλκονόπορτες, στους υπαίθριους και ημιυπαίθριους χώρους) των αρχιτεκτονημάτων που άφησε πίσω του.
• Θυμάμαι, από τα σπουδαστικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, ένα αίσθημα γαλήνης και ευφορίας που με κυρίευε καθώς μελετούσα ξανά και ξανά τα προοπτικά σκίτσα του Le Corbusier και εβίωνα με τη ματιά της φαντασίας τις “έσω” και “έξω” θέες, αλλά και τις δράσεις της ζωής, μέσα από τα εξαιρετικά παράθυρά του. Θυμάμαι πόσο ωραία, αλλά και πόσο χ ρ ή σ ι μ α ήταν. Πόσο ήταν στα μέτρα του ανθρώπου. (προσιτά στις αισθήσεις, στις ανάγκες, στις επιθυμίες, αλλά και στο βαλάντιό του).
• Ακόμα και η χρήση της μεγάλης “τζαμαρίας” από τους πρώιμους Μοντερνιστές (η κλίμακα, η θέση, η διαφάνειά της) φανερώνει μια τελείως διαφορετική λογική για τη λειτουργικότητα και αισθητική του ανοίγματος, από ο,τι συμβαίνει συχνά σήμερα. Όπου τα ανέκφραστα μαύρα ανακλαστικά κρύσταλλα – καθρέφτες εξαφανίζουν την ανθρώπινη παρουσία από την όψη του κτιρίου, θυμίζοντας τα γνωστά γυαλιά των αστυνομικών.
• Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως παρατηρείται κυρίως στη λαϊκή αρχιτεκτονική, έτσι και σε εκείνη του Μοντερνισμού, το άνοιγμα – παράθυρο δεν λύνει μόνο χρηστικά και κατασκευαστικά προβλήματα. Δίνει και ζωντανή έκφραση στο αρχιτεκτόνημα. Όπως και σήμερα μπορεί να γίνεται, παρ · ότι κάτι τέτοιο φαίνεται ελάχιστα και ελάχιστους να απασχολεί.
Εννοώ τις λίγες ανθρωποκεντρικές αρχιτεκτονικές που διδάσκουν ακόμα ότι η όψη του κτιρίου μπορεί να είναι σαν ζωντανό ανθρώπινο πρόσωπο που συσπάται ή πάλλεται, εκφράζοντας τις διακυμάνσεις ενός εσώτερου κόσμου. Ότι τα παράθυρα μπορούν και σήμερα να μην είναι απαθείς ή φοβικές “τρύπες”, αλλά μάτια ζωντανά, με β λ έ μ μ α που αποκαλύπτει όλο το φάσμα των συναισθημάτων. Η γνωστική αξιοποίηση του κινητού μεταλλασόμενου σκούρου (παντζουριού, ρολλού, συρόμενου, ανατρεπόμενου) σε μεγάλο βαθμό ορίζει τη διαφορά. Το σ κ ο ύ ρ ο, όπως το β λ έ φ α- ρ ο, μπορεί να είναι ορθάνοιχτο, ανοιχτό, κουφωτό, γερτό, θεόκλειστο. Κάνει τη ματιά του κτιρίου να είναι χαρούμενη, σοβαρή, σκεφτική, μυστηριώδης, ερωτική, λυπημένη. Γράφει εκεί, μέσα στο χρόνο, τον κύκλο της ζωής και του θανάτου.
• Με την ιδιόμορφη και ειδική έννοια της “ζωντανής κατάστασης”, νομίζω ότι υπάρχει και λειτουργεί το “Ωραίο”, ειδικά στην αρχιτεκτονική. Κάτι που απουσιάζει από τα ωραιότατα, αλλά παγωμένα και άδεια, μάτια των μοντέλων της πασαρέλας.
• Έχει λοιπόν τεράστια σημασία για την (χωρίς φοβικά σύνδρομα) Τέχνη της αρχιτεκτονικής, το αν θα βάλεις ή δεν θα βάλεις ένα παράθυρο. Το που και πως θα είναι αυτό το παράθυρο. Όμως εν τέλει, ειδικά το αρχιτεκτονικό αισθητικό φαινόμενο ολοκληρώνεται (και δικαιώνεται) όταν το παράθυρο ανοίξει ξάφνου διάπλατα και εμφανισθεί ο ερωτοχτυπημένος Βασίλης φωνάζοντας εκτός εαυτού: «Μαρία μη φεύγεις, σ’ αγαπώ» …