Το συγκρουσιακό ψευδοδίλλημα ανάμεσα στο “παλιό” και το “νέο”

Πριν από καιρό επισκεφθήκαμε ξανά για μερικές μέρες το Πήλιο. Φεύγοντας Κυριακή πρωί από τη Βυζίτσα για τις Μηλιές συναντήσαμε στην κεντρική πλατεία ένα χωριανό που βάδιζε προς το καφενείο κρατώντας περήφανα την εξαιρετική γκλίτσα του. Ήταν ένα πραγματικό καλλιτέχνημα, κάτι που είχα ήδη διακρίνει από μακριά (καθώς έχω μια ιδιαίτερη αγάπη γι αυτά τα αντικείμενα).

Έτσι, καθώς διασταυρωθήκαμε του είπα φιλικά: «Ωραία η γκλίτσα σου». Τότε αυτός (υποθέτοντας ίσως ότι είχα στο νου κάποια εμπορική πρόταση που και άλλοι ασφαλώς θα του είχαν κάνει για το έργο τέχνης που κρατούσε) μου απάντησε εμφατικά αλλά και ολίγο χαιρέκακα:

«Το ξέρω. Τέτοια γκλίτσα δεν ξαναγίνεται γιατί αυτός που την έφτιαξε έχει πεθάνει πια.»

Συνειδητοποίησα αργότερα ότι οι τελευταίες αυτές λέξεις του, εκτός από την αναντίρρητη απόδειξη της μεγάλης αξίας της γκλίτσας, έκρυβαν και μία εξίσου μεγάλη αλήθεια για το θαύμα, αλλά και το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης και του δημιουργικού της έργου. Δηλαδή ότι το εκάστοτε “παλιό” επισφραγίζεται ως μοναδική και ανεπανάληπτη αξία με το θάνατο του δημιουργού του.

Ταυτοχρόνως όμως η ζωή συνεχίζεται με τη γέννηση από το “παλιό”, του εκάστοτε “νέου”, που δοκιμάζεται και αυτό μέχρι την τελική του αξιολόγηση, καθώς και ο δικός του δημιουργός ολοκληρώνει το πέρασμα του από τον κόσμο τούτο.

Στο πέρασμα αυτό, που καθένας και καθεμία βιώνουμε προσωπικά και με σημαντικό τίμημα, η σχέση μας με το “παλιό” ή το “νέο” δεν είναι θέμα απλής αυτόνομης προτίμησης του ενός ως “καλύτερου” ή “ωραιότερου” από το άλλο. Αντιθέτως, πρόκειται για αναπόφευκτη και απολύτως αναγκαία συνεχή μετάβαση από το ένα στο άλλο για τη συνέχιση του κύκλου της ζωής. Εντεταγμένα εκεί, παίζουν και τα δύο εξίσου σημαντικό ρόλο συμβάλλοντας, το καθένα με τον τρόπο του, στη γέννηση, αξιολόγηση και κεφαλαιοποίηση των ανθρώπινων πεπραγμένων και της γνώσης και εμπειρίας που αυτά αφήνουν πίσω τους μέσα στο χρόνο.

Εντούτοις, στη σημερινή υπερκαταναλωτική κοινωνία του “anything goes” κυριαρχεί ένας γενικευμένος θαυμασμός σε ο,τι σκοπίμως και χωρίς εξηγήσεις, αυτοπροσδιορίζεται ως “νέο” (πρωτοφανές, ελπιδοφόρο). Όπως επίσης κυριαρχεί και μία εξίσου άκριτη και αναιτιολόγητη καθολική απαξίωση για οτιδήποτε -γενικώς και αδιακρίτως- χαρακτηρίζεται ως “παλιό” και κατά συνέπεια μίζερο, ξεπερασμένο. Την ίδια ώρα διαφεύγει της μνήμης μας ότι σε παλαιότερες πιο αυταρχικές εποχές είχε θεοποιηθεί με ανάλογη προκατάληψη το “παλιό” ως ασφαλές -άρα καλό- και δαιμονοποιηθεί το “νέο” ως επικίνδυνο – άρα κακό.

Επίσης ανήσυχος παρατηρώ ότι η σημερινή νεύρωση υπέρ του “νέου”, όπως προβάλλεται από τους πολιτικούς, τα ΜΜΕ και τα σχετικά περιοδικά, οργανώνεται και κατευθύνεται πολύ περισσότερο από μεγάλης ηλικίας νεάζοντες διαχειριστές ποικίλων μορφών εξουσίας, παρά από πραγματικά νέους ανθρώπους,. Γεγονός που καλό είναι να μας βάλει σε σκέψεις.

Και επειδή η εξουσία λειτουργεί πάντα προς ίδιον όφελός της, έχει νομίζω και εδώ ένα σαφή διπλό στόχο: Αφενός, ως “φίλη” των νέων, να μετατρέψει την πίστη και ενεργητικότητα τους, ως αντιστάθμισμα δικών της ελλειμμάτων και ανεπαρκειών. Αφετέρου να κρατά έτσι τους νέους σε διαρκή ομηρία και εξάρτηση υπό την κηδεμονία της, απαξιώνοντας όλη τη προηγούμενη κεκτημένη γνώση ως παλαιά και ανάξια να μεταδοθεί στους νέους. Παρότι η ίδια την γνωρίζει και την αξιοποιεί
δεόντως. Με αυτόν τον τρόπο τους στερεί τη δυνατότητα και το δικαίωμα να αξιολογήσουν οι ίδιοι το πεδίο (καλό ή κακό) και με ανεξαρτησία και ελευθερία να κρίνουν τι θα κρατήσουν και τι θα απορρίψουν για να φτιάξουν τη ζωή του παρόντος και του μέλλοντος τους.

Επειδή όμως διαισθάνομαι ότι αυτές οι σκέψεις μπορεί να θεωρηθούν γκρίνια και στείρα άρνηση της προόδου, βάζω προς συζήτηση κάτι θετικό: Στη θέση λοιπόν
της διαλυτικής “αιώνιας διαμάχης του “παλιού” με το “νέο” αντιπροτείνω την ενωτική συμπόρευση του “διαρκούς” με το “ ανατρεπτικό”. Πρόκειται για μία σχετική (αλλά όχι ίδια με την προηγούμενη) συζυγία η οποία, αν και αντίρροπη όπως η πρώτη, υποδηλώνει συμβολικά την ανάγκη σύμπραξης μιας σταθεροποιητικής βάσης στήριξης με μία κινητήρια δύναμη εξέλιξης, ως βασική προϋπόθεση για να παραχθεί και να εξελιχθεί προς το καλύτερο το ανθρώπινο δημιουργικό έργο. Άλλα και γενικότερα, για να λειτουργήσει παραγωγικά ο ίδιος ο κύκλος της ζωής.

Σε αυτή τη διαδικασία σύνθεσης και όχι αποδόμησης των φαινόμενων και των πραγμάτων βρίσκουν νομίζω τη θέση, την αξιολόγηση και την αξιοποίηση τους, τόσο το “παλιό”, όσο και το “νέο”.

Τι σημαίνει όμως διαρκές και τι σημαίνει ανατρεπτικό; Και πως συνεργάζονται συναρτημένα με το “παλιό”, και το “νέο” ;

Τρία παραδείγματα:

1. Το “πηγαδάκι” → το αίθριο → το αρχέτυπο του “χώρου δοχείου”

2. Το μοναστήρι-αίθριο → “Μόνη Σίμωνος Πέτρας” (Άγιον Όρος)

3. Το μοναστήρι-γραμμή → “Μονή Φιλοσόφου” (πάνω από τον Λούσιο ποταμό)

Υπό αυτήν την έννοια, η αξία της παράδοσης (για τη οποία υπάρχει γενικώς μεγάλη σύγχυση) δεν έγκειται στο να ικανοποιεί τη νοσταλγία μας για το “παλιό” και μάλιστα αδιακρίτως, οδηγώντας μας να κλαίμε που το χάσαμε και να διατηρούμε ως ελπίδα τη δυνατότητα μόνο να το μιμηθούμε, φορτώνοντας την αρχιτεκτονική και τη ζωή μας με μορφολογικά σκηνογραφικά στοιχεία που το “θυμίζουν”. Ενώ ταυτοχρόνως μας “εξαγνίζουν”, διαγράφοντας από τα δελτία της ιστορίας τα αμαρτήματα μας εις βάρος του. Και είναι πολλά, τόσο σε σχέση με το παλαιό όσο και με το νέο.

Αντιθέτως, έγκειται στο να εμβαθύνουμε με προσοχή και πολύ κόπο στην καλά κρυμμένη ουσία της παράδοσης. Ουσία που ξεπερνά το “παλιό” και εντοπίζεται στο “διαρκές” της αναλλοίωτης πρωτογενούς φύσης και δομής του ανθρώπου και των πεπραγμένων του, όπως προηγουμένως ανέφερα. Για να ακολουθήσει μετά η δεύτερη, εξίσου δύσκολη πορεία. Είναι εκείνη που οδηγεί στο παρακινδυνευμένο “άλμα” της εκ νέου ερμηνείας του νοήματος του “διαρκούς” και του μετασχηματισμού και της μεταφοράς του στις συνθήκες της σύγχρονης και μελλοντικής ζωής μέσα σε ένα κόσμο που συνεχώς αλλάζει, αλλά ταυτοχρόνως με ιδιόμορφο τρόπο μένει και ίδιος.

Αυτό το διπλό παιχνίδι της αντίρροπης συζυγίας του “διαρκούς-σταθερού” με το “ανατρεπτικό-κινητικό” φέρνει στο νου τον τρόπο που ο αναρριχητής δαμάζει τον απόκρημνο ψηλό βράχο, γαντζωμένος από αδιόρατες εξοχές, εσοχές και τρύπες αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό όπως η αράχνη. Η άνοδος του δεν είναι ούτε εύκολη ούτε τυχαία. Σκοπεύει την κορυφή και ακολουθεί ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο. Γι αυτό πιάνεται κυρίως από τα σταθερά σημεία στήριξης που του είναι ήδη γνωστά και καθορισμένα από αναρριχήσεις άλλων, πριν από αυτόν.

Ειδικά όμως σε εξαιρετικές περιπτώσεις κινδύνου ή άλλες, ο αναρριχητής πιάνεται και από νέα σημεία που ο ίδιος είναι αναγκασμένος να βρει ή να σκάψει στον βράχο την ώρα που τα χρειάζεται. Και τότε τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ. Τέτοια περίπτωση είναι όταν αξιοποιεί μεν τη γνωστή διαδρομή, αλλά μόνο μέχρι ενός σημείου, με στόχο από εκεί και πέρα να αλλάξει ρότα για να φτάσει σε ένα δικό του αχαρτογράφητο προορισμό πάνω στο βράχο.

Σε αυτή την προσωπική πορεία είναι πια μόνος. Και θα χρειασθεί να κάνει το επικίνδυνο άλμα ή την αιώρηση πάνω από το χάος ώστε έτσι να φτάσει (ή και να μην φτάσει!) στον στόχο του. Από τη στιγμή όμως που θα υψώσει εκεί το σημαιάκι του ως σημάδι της νίκης του, θα έχει χαράξει μια νέα διαδρομή που θα είναι πια γνωστή και χαρτογραφημένη, δηλαδή διαρκούς αξίας και για άλλους αναρριχητές. Έτσι, μέσω της ανατρεπτικής του κίνησης, σε συνδυασμό και με την αξιοποίηση των γνώσεων των παλαιών σταθεροποιητικών σημείων, αυτός ο τολμηρός θα έχει προχωρήσει τη τέχνη της αναρρίχησης ένα βήμα πιο μπροστά παίζοντας το ίδιο του το κεφάλι ως αντίτιμο της αποκοτιάς του.

Εντέλει, σημασία έχει ότι εμείς (ο καθένας και η καθεμία με προσωπική μας επιλογή, όσο μας παίρνει και όσο αντέχουμε) αποφασίζουμε ποια διαδρομή θα πάρουμε στη ζωή μας και πως θα την πραγματοποιήσουμε:

  • Αν δηλαδή θα προτιμήσουμε να σκαρφαλώσουμε το βράχο γαντζωμένοι με ασφάλεια αποκλειστικά στα γνωστά, διαρκούς αξίας σταθεροποιητικά σημεία του.
  • Ή αν, παρά το μεγάλο κίνδυνο, προτιμούμε να ανακαλύψουμε στη διαδρομή μας και δικά μας, άγνωστα μέχρι ώρας σημεία, ή να κάνουμε ακόμη και παρακινδυνευμένα άλματα για να φτάσουμε σε μία νέα αχαρτογράφητη θέση του βράχου.
  • Ή αν θα προτιμήσουμε να μη κάνουμε απολύτως τίποτα παραμένοντας απαθείς και ακίνητοι στη ρίζα του βράχου, ως θεατές της ταλαιπωρίας των πραγματικών αναρριχητών. Αλλά ο,τι και να κάνουμε (ή να μην κάνουμε) ο κύκλος της ζωής και του θανάτου θα συνεχίζει κατά φάσεις την κίνηση του στο διηνεκές, ανεξάρτητα από εμάς. Αυτό δεν το γλυτώνει κανείς.
  • Και είναι νομίζω καλό στον τελικό “λογαριασμό” καθενός και καθεμιάς, κάποια κατατεθειμένη σκέψη ή κάποιο πραγματοποιημένο έργο να βρεθεί. Για να έχει η αναπόφευκτη αποχώρηση μας κάποιο νόημα. Να αφήσει πίσω της κάτι, μια συνέχεια,, ώστε το “παλιό” να γεννήσει το “νέο” ξανά και ξανά.

Ας φέρουμε και πάλι στο νου την εξαιρετική γκλίτσα, τον μάστορα της που -δικαιωμένος- είναι πια στον ουρανό, και τον περήφανο νέο χρήστη της, (ο οποίος όμως πρέπει και ο ίδιος κάτι νέο να πράξει για να ξεπληρώσει τη μεγάλη αξία του “παλαιού” που κρατά στα χέρια του. Και όχι να την ξεπουλήσει σε πρώτη ευκαιρία.

T.M.



Ανακοίνωση στο σχετικό Διεθνές Αρχιτεκτονικό Συνέδριο στην Αγριά Πηλίου, που οργάνωσε το “Ίδρυμα Νικολάου και Ελένης Πορφυρογένη” (03-05 Ιουνίου 2005)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *