(Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Σταμάτη Μαυροειδή, εφημερίδα “δρόμος της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ” 16/03/2013, για την μεγάλη κοινωνικό-πολιτικό-οικονομική κρίση και το “τέλος της μεταπολίτευσης”)
(1) —Όλοι πλέον κάνουν λόγο για κάποιο τέλος. Κάποιοι το ονομάζουν τέλος της μεταπολίτευσης, άλλοι τέλος νοήματος, άλλοι ακραία κρίση του πολιτικού συστήματος, ή δομική κρίση του διεθνούς καπιταλισμού. Θα ήθελα τη ματιά σας για όλα όσα ζούμε.
Κάθε “τέλος” ακολουθείται αναπόφευκτα από την “αρχή” μιας νέας κατάστασης. Για την έλευση του “τέλους” που σήμερα μας απασχολεί, πράγματι φαίνεται να συμφωνούν πάρα πολλοί .
Σε ποια όμως “νέα κατάσταση” προσβλέπουν άραγε οι -τάχα- “συμφωνούντες”;
Γιατί διαφέρουν μεταξύ τους αντιδιαμετρικά όσοι προσβλέπουν σε μια ανανεωμένη, καλύτερη ατομική και -κυρίως- συλλογική ζωή, σε συνθήκες δημοκρατίας και αλληλεγγύης, και όσοι προσβλέπουν (φανερά ή κρυφά) στην αναβίωση – αλλά με “νέο” πρόσωπο – των “αρπαχτών” που μας έφεραν εδώ.
Ευτυχώς ή δυστυχώς λοιπόν η έμπρακτη στάση απέναντι στην εναλλαγή κάθε “τέλους” με κάθε “νέα αρχή” δεν είναι καθολική ούτε ομοιογενής. Ας μην έχουμε αυταπάτες.
(2) Προφανώς δεν είναι όλοι. Στην πλειονότητα πάντως ωριμάζει μια «καινούργια» συνείδηση, κι οι αρπαχτές που λέτε, αυτή την καινούργια κατάσταση βολιδοσκοπούν και απέναντί της αναδιατάσσονται. Δεν ισχύει κάτι ανάλογο και στον δικό σας χώρο;
Παρατηρώ, διεθνείς και εντόπιους πρωταγωνιστές (αλλά και απλούς συνοδοιπόρους) της θεωρίας και των πρακτικών που προκάλεσαν την κρίση σε όλες τις κοινωνικές δράσεις, να παριστάνουν τώρα τα κοινωνικά ευαισθητοποιημένα θύματά της! Ακόμη και να μας κουνούν το δάκτυλο “από έδρας”. Και τούτο συμβαίνει ενώ υποδορίως προετοιμάζουν τη “νέα κατάσταση” ώστε να είναι και πάλι στα μέτρα τους, με στόχο να διατηρήσουν στο ακέραιο τον τρόπο σκέψης και δράσης τους. Χωρίς να έχουν διδαχθεί από τα πεπραγμένα τους. Χωρίς να νοιάζονται για τίποτα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική, που είναι επίσης μέρος και συχνά συνδιαμορφωτής της κοινωνικής πραγματικότητας.
Πιστεύω ότι η τάση για ανεξέλεγκτη, αναίτια, και πανάκριβη μορφοπλασία που χαρακτήρισε την διεθνή και εντόπια αρχιτεκτονική, τόσο στη διδασκαλία, όσο και στην εφαρμογή της, κυρίως τα τελευταία 15 – 20 χρόνια, ήταν ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που προανήγγειλαν αλλά και οδήγησαν ενεργά στην τραγωδία που σήμερα βιώνουμε.
Μεταλαμπαδεύτηκε μάλιστα στον τόπο μας (που ασμένως την σπαστήκαμε) από τους πανίσχυρους μηχανισμούς του “υλιστικού εκσυγχρονισμού της παγκοσμιοποίησης”, μέσα σε ένα πνεύμα υπεραισιόδοξης “νεοτερικότητας”, όπου κυριάρχησε απόλυτα το “γιατί όχι” έναντι του “γιατί”.
Στη διάδοση αυτού του πνεύματος συνέβαλαν πρωτίστως, οι κυβερνητικές πολιτικές αυτής της περιόδου, σύσσωμοι οι περί την αρχιτεκτονική σχολιαστές -διαμορφωτές της κοινής γνώμης- πολλοί αρχιτέκτονες εφαρμογής, τα Μ.Μ.Ε, “έγκριτα” αρχιτεκτονικά περιοδικά, αλλά και αρχιτέκτονες – πανεπιστημιακοί δάσκαλοι.
Και αυτή η νοοτροπία – παρά την κρίση – εξακολουθεί δυστυχώς να λειτουργεί σε ειδικούς χώρους της αρχιτεκτονικής εφαρμογής και διδασκαλίας.
(3) — Είναι δυνατό σ’ ένα τόσο δραματικό κοινωνικό περιβάλλον οι αρχιτέκτονες να μην είναι μέρος του , να μην υφίστανται τις συνέπειές του ; Δεν μπορώ να φανταστώ ότι η πλειονότητα του σώματος επιμένει στην παλιά ρότα .
Το φαινόμενο που περιέγραψα ισχύει για ένα μικρό, αλλά πολύ ισχυρό μέρος της αρχιτεκτονικής κοινότητας. Όλο το υπόλοιπο δοκιμάζεται ήδη από καταστροφικές μεταλλάξεις :
Αναφέρω χαρακτηριστικά την καθολική αποδόμηση των αρχιτεκτόνων ως συλλογικότητας, αλλά και της ίδιας της αρχιτεκτονικής, ως επιστήμης, τέχνης, κοινωνικού λειτουργήματος, ακόμη και επαγγέλματος.
Ένα μεγάλο τμήμα πολύ καλών αρχιτεκτόνων είναι πια άνεργο ή υποαπασχολείται αναγκαστικά, ως χωριστή “ειδικότητα”, πραγματοποιώντας διαδικαστικές περί την αρχιτεκτονική “νομιμοποιήσεις”, “τακτοποιήσεις” και “βεβαιώσεις ενεργειακής απόδοσης” (εάν και αυτές οι ελάχιστες δυνατότητες για “αμειβόμενη” εργασία εξακολουθούν να υπάρχουν).
Ταυτοχρόνως, όσοι -κυρίως νέοι και νέες- επιχειρούν (με αυτοχρηματοδότηση!) να κάνουν επί της ουσίας αρχιτεκτονική μέσω συμμετοχών σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, συχνά γίνονται θύματα εμπαιγμού από τους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που τους προκηρύσσουν. Αποδεικνύεται συγκεκριμένα ότι στόχος των τελευταίων δεν είναι η ανάθεση και εκτέλεση του έργου, αλλά η ενίσχυση της δημοτικότητας τους μέσω του διαγωνισμού και των υποσχέσεών τους για “λαγούς με πετραχήλια” που μένουν στα χαρτιά.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει η παλαιά και νέα “elite” του χώρου που προετοιμάζει ήδη συνεργασίες με ξένα μεγαλογραφεία. Ειδικότερα τα μέλη της που ταυτίζουν την αρχιτεκτονική ως -τάχα- “Υψηλή Τέχνη”, με το διεθνές life-style (!) προσβλέπει σε αυτές τις συνεργασίες για την πραγματοποίηση της φαντασίωσης μιας προσωπικής διεθνούς
καριέρας.
Πάντως, περιπτώσεις τέτοιων συνεργασιών όπως εκείνη του “Νέου Μουσείου Ακρόπολης” έδειξαν ότι ο ξένος Μαΐστορας δεν μοιράστηκε τη “δόξα” με τον Έλληνα συνεργάτη. Παρότι ο τελευταίος αυτός είναι εξαίρετος αλλά και πολύ έμπειρος αρχιτέκτονας.
Φαντάσου λοιπόν τι μπορεί να συμβεί σε νεότερους (ες) συναδέλφους που εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε τέτοιες συνεργασίες.
Τέλος, για όσους (ες), ως άτομα ή ομάδες, έχουν πραγματικά τις γνώσεις, τις ικανότητες, αλλά και αντοχή και τύχη, να κάνουν με απίστευτα βάσανα -μέσα από ρωγμές του συστήματος- ουσιώδη αρχιτεκτονική, μπορεί και να το καταφέρουν. Έτσι άλλωστε (λίγο πολύ) συνέβαινε πάντα και έτσι ίσως συμβεί, ακόμη και στην μεγάλη κρίση.
(4) Πώς από τη μαχητική και γόνιμη αρχιτεκτονική της δεκαετίας του ’60 φτάσαμε στο
μοντέλο των δέκα αρχιτεκτόνων;
Φοβάμαι ότι σπανίως διδασκόμαστε από το παρελθόν μας (καλό ή κακό). Αντίθετα, ανοήτως το πολεμάμε, γιατί συχνά αποκαλύπτει τα τωρινά λάθη μας. Γι’ αυτό το παραχώνουμε στα αζήτητα της ιστορίας. Ταυτοχρόνως χάνουμε και την αξία του πραγματικά “νέου”, καθώς το ταυτίζουμε – εξίσου ανοήτως – με κάθε “καινοτομία” της εκάστοτε μόδας.
Το ίδιο συνέβη τα τελευταία χρόνια και με την σχέση μας με την, ιστορικής σημασίας,
περίοδο του ’60.
Μετά την σαραντάχρονη θετική εξελικτική πορεία που είχε προηγηθεί, η ελληνική
σύγχρονη τέχνη είχε φτάσει τότε σε κορυφαίο σημείο πληρότητας (στο λόγο, στην ποίηση, στο θέατρο, στα εικαστικά, στη μουσική και -βεβαίως- στην αρχιτεκτονική. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα μόνο τον Πικιώνη, τον Κωνσταντινίδη και τον Ζενέτο).
Κυρίως, ο Ύστερος Ελληνικός Μοντερνισμός αυτής της περιόδου απέδειξε μια αλήθεια πολύ διδακτική όσον αφορά τα σημερινά μας δεινά. Ότι δηλαδή μπορεί να
γίνει διεθνώς αναγνωρισμένη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονικήυψηλότατης τέχνης, με μέγιστη οικονομία κόστους και τεχνικών μέσων.
Βεβαίως η γόνιμη αυτή περίοδος διεκόπη βιαίως από τη δικτατορία. Δυστυχώς όμως τα
κακοπαθήματα της συνεχίσθηκαν και στην περίοδο που ακολούθησε, μέχρι και σήμερα.
Γιατί, αντί να εξελίξουμε την σταματημένη διαδρομή μας (δηλαδή το πολύτιμο κεφάλαιο μας που μπορούσε να αξιοποιηθεί ως βάση εκκίνησης νέων αρχιτεκτονικών
δρόμων) αντιθέτως την ξεχάσαμε και γίναμε μιμητές των διεθνών μεταμοντέρνων προτύπων της αποϊδεολογικοποιημένης, ατοπικής αρχιτεκτονικής του“anything goes”, που (μεταξύ πολλών άλλων) μας έφερε στην τραγική κατάσταση που σήμερα βιώνουμε.
(5) Είναι όμως τέχνη η αρχιτεκτονική . . .
Η αρχιτεκτονική είναι ιδιόμορφη τέχνη, αλλά και κάτι περισσότερο από τέχνη.
Είναι τέχνη ζωντανή. Γιατί το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται δεν στέκει απλώς απέναντί της ως θεατής της. Αντιθέτωςενδιαιτεί εντός της. Την βιώνει, ως μέρος της ίδιας του της ύπαρξης, μεταδίδοντας και στην αρχιτεκτονική ένα παλμό από τη ζωή του.
Γι’ αυτό, πέραν του “ωραίου” της τέχνης, στην αρχιτεκτονική χρειάζεται να ενυπάρχει και το Πλατωνικό “καλό κ’ αγαθό”, που περιλαμβάνει επιπλέον και το “ωφέλιμο”, το “κοινό”, το “κοινωνικό” (ατομικό και συλλογικό), το “ηθικό”, το “απλό”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, η μετατροπή της αρχιτεκτονικής (κατά την πρόσφατη “εκσυγχρονιστική” περίοδο) σε υπηρέτη του διεθνούς και τοπικού life-style, έγινε υπό τον μανδύα του ψευδεπίγραφου προσδιορισμού της από τους παραμορφωτές της (με πρώτους τους περιφερόμενους Star – αρχιτέκτονες) ως “καθαρής – ανόθευτης τέχνης”. Αυτή η ψευτο-τέχνη (στην ουσία ένας μεταμοντέρνος πανάκριβος μορφοπλαστικός νέο-ακαδημαϊσμός) έδωσε σε αυτούς το “ηθικό δικαίωμα” να επιβάλλουν αμαχητί ως αρχιτεκτονικά πρότυπα τα γνωστά “θαύματα” στο Ντουμπάι και στο Αμπού-Ντάμπι. Δηλαδή τα αρχιτεκτονικά προμηνύματα της κρίσης, που διδάχθηκαν “εγκαίρως” σε πολλές διεθνείς και εντόπιες αρχιτεκτονικές σχολές, είναι αλήθεια.
(6) Και πως θα αποφύγουμε τη νέα παγίδα που φαίνεται ότι στήνεται ήδη κ. Μπίρη;
Δεν είμαι απόστολος του αρχιτεκτονικού “δέοντος γενέσθαι”. Μπορώ απλώς να επισημάνω τα εξής:
•
Απέναντι στην πολυδιάσπαση, την αποδόμηση και τον διαχωρισμό των αρχιτεκτόνων, ως συλλογικότητας, πρέπει να αντιτάξουμετην συσπείρωση, την επικοινωνία και την αλληλεγγύη για την αντιμετώπιση των κοινών μας προβλημάτων.
• Χρειάζεται να συνεργασθούμε σε κοινωνικό, πολιτικό, αλλά και κλαδικό επίπεδο, διεκδικώντας μαζικά το δικαίωμα στη εργασία, όχι μόνο ως “χειρώνακτες εργάτες” της αρχιτεκτονικής, αλλά και ως επιστήμονες, καλλιτέχνες δημιουργοί και κοινωνικοί λειτουργοί της.
• Χρειάζεται επίσης να προτείνουμε νέες αντιλήψεις για το τι είναι η αρχιτεκτονική, ώστε να γεννηθούν νέες λύσεις για μια καλύτερη συλλογική και ατομική ζωή. Αρχιτεκτονική που να προσαρμόζεται στις δυνατότητες του τόπου, αλλά και που να τις υπερβαίνει κιόλας, χωρίς να ερεθίζει τα καταναλωτικά μας σύνδρομα.
• Όλα αυτά προϋποθέτουν νέα ιδεολογία για το “Γιατί”, το “Πώς, το “Που” και το “Για ποιον” της αρχιτεκτονικής. Προϋποθέτουν επίσης στέρεα αρχιτεκτονική γνώση και μεγάλη ικανότητα, “με λογική και μ’ όνειρο”, με οικονομία, χωρίς έπαρση και “δήθεν”, αλλά με ενεργοποίηση της καθαρής ατομικής και συλλογικής σκέψης. Ελευθέρως από τα απλουστευτικά συνθήματα του, προ κρίσεως, συστήματος που το συνόδεψαν σε όλο το φάσμα της πολιτικής του ρητορείας και πρακτικής.
T.M.