(Μικρό αφιέρωμα στον Αριστομένη Προβελέγγιο λίγο μετά το θάνατό του. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η Αυγή” 07/11/1999)
Θυμάσαι, Aριστομένη, εκείνη τη μικρή παρέα από σπουδαστές και σπουδάστριες της αρχιτεκτονικής που είχες δεχτεί κάποια χρόνια πριν;
Σε είχαν ρωτήσει τί είναι πόλη. Έσβησες το τσιγάρο και έπιασες σκεφτικός ένα γκριζωπό βότσαλο από τα πολλά που είχες μαζέψει από τις παραλίες της Σίφνου. Το κράτησες στην παλάμη σου και μας έδειξες τις σπείρες και τα στίγματα που είχαν σχηματίσει πριν χιλιάδες χρόνια στη λεία επιφάνειά του μικροί θαλάσσιοι οργανισμοί. Μας είπες ότι η πέτρα αυτή ήταν ένας τόπος. Ότι οι μικρές εξάρσεις και διαβρώσεις ήταν τα ίχνη μιας ολόκληρης – νεκρής πια – πόλης, όπως η Όλυνθος ή η Mίλητος, με τους δρόμους, τα σπίτια, τις αυλές, τις πλατείες και τους ναούς της.
Τώρα και εσύ, Aριστομένη, σαν διαφανής υδρόβιος οργανισμός, κατοικείς πια μέσα σε κάποια από τις μικρές λόχμες ενός τέτοιου βότσαλου. Κινείσαι στους δρόμους και τις πλατείες του. Μπαίνεις στους κήπους και τις εκκλησίες αυτής της όμορφης θαλάσσιας ερημούπολης, που τότε μας οδήγησες να δούμε και εμείς με τη φαντασία μας.
Θα είσαι πια ελεύθερος και ευτυχισμένος στη μυστική κρύπτη σου, καλέ μου δάσκαλε, γιατί από εκεί η Πάρνηθα, η Πνύκα και ο Κεραμεικός φαίνονται ακόμα ως τα ιδανικά τοπία της νιότης σου.
T.M.