Σκαριά ανοιχτής θαλάσσης

(Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό “Αρχιτεκτονικά Θέματα”, τ. 34, 2000)

Μπόρεσα να παρακολουθήσω με αρκετή συχνότητα, από δικό μου ενδιαφέρον και πολύ πριν μάθω τους αρχιτέκτονές του, τις φάσεις της υλοποίησης του κτιρίου γραφείων της οδού Αυλίδος 28. Είναι κάτι που σπανίως μπαίνουμε στον κόπο να κάνουμε, για να τιμήσουμε τα αρχιτεκτονήματα τα οποία κατόπιν με τόση βεβαιότητα κρίνουμε (ακόμα και όταν τα κατακρίνουμε). Χάνουμε έτσι τη μοναδική ομορφιά και αρτιότητα που έχουν τα καλά έργα ενόσω είναι ακόμα ημιτελή.

Ετούτη λοιπόν η οικοδομή έφερε πάνω της εξ αρχής το ιδιόμορφο αναγνωριστικό σημάδι της πληρότητας του ατελούς, που προαναγγέλλει το “καλό” και σε προκαλεί να το χαρείς.

Αποτύπωσα στο μυαλό τις εικόνες αυτής της σταδιακής εξέλιξης όπως γίνεται σε κάποια εκπαιδευτικά φιλμάκια. Δείχνουν την ανάπτυξη ενός φυτού με μια συνεχή ροή φωτογραφικών λήψεων, παρουσιασμένη όμως με μεγάλη ταχύτητα. Παρατηρείς τότε κάτι που αλλιώς θα ήταν αδύνατον να αντιληφθείς. Είναι η θαυμάσια συνολική “κίνηση” -όπως μια εκφραστική χειρονομία- που διαγράφει στο χώρο το φυτό καθώς ξεδιπλώνεται από τα μέσα προς τα έξω. Σε κάθε κλικ του φακού αισθάνεσαι ότι είναι το ίδιο, αν και πάντα διαφορετικό? διαρκώς πλήρες και όμορφο, παρά την ατέλειά του, έως την ολοκλήρωσή του? ακόμα και μετά από αυτήν, καθώς η ίδια κίνηση -αλλά αντεστραμμένη- το οδηγεί, με την ίδια πληρότητα, συνεκτικότητα και ισορροπία, στο αναπότρεπτο κλείσιμο του κύκλου του.

Όπως η απόλυτη ιδιομορφία της κίνησης κάθε συγκεκριμένου φυτού αποτελεί βασικό τυπολογικό χαρακτηριστικό του είδους του, έτσι και στην περίπτωση του κτιρίου που παρατηρούσα, μια ανάλογη κίνηση γέννησε ένα ειδικό και συγκεκριμένο τύπο αρχιτεκτονικής. Δεν έγιναν εδώ -έστω και πετυχημένες- συγκολλήσεις, συνταιριάσματα, “πλασίματα” της μορφής, ή άλλου είδους αισθητισμοί, αλλά μια ρυθμική οργανική ανάπτυξη. Το αρχιτεκτόνημα βλάστησε σύμφωνα με τη δομική νομοτέλεια του τυπολογικού του είδους.

Έτσι κάθε νέο στοιχείο έπαιρνε τη θέση του αβίαστα, χωρίς να προδίδει (να συμπιέζει, να παραμορφώνει, να αποκρύπτει) το προηγούμενο. Αποτελούσε μια ακόμα ελαφριά διαφανή στρώση, που άφηνε να διαγράφεται στο βάθος γυμνός και καθαρός ο δομικός κορμός του.

Έχει “κόψη” αυτή η γκριζωπή αρχιτεκτονική του εμφανούς σκυροδέματος και του μετάλλου. Την διακρίνεις στις πεντακάθαρες τρίεδρες γωνίες της στερεομετρικής της συγκρότησης. Έχει και μια κρυμμένη ένταση, καθώς σε κάνει να νιώθεις ο ίδιος στο σώμα σου τις θλιπτικές και ελκτικές δυνάμεις που την διατρέχουν αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες του στατικού της φορέα. Και οι δυο αυτές ιδιότητες, καθώς και η απογύμνωσή της από κάθε παραπλανητική επικάλυψη ή διακόσμηση είναι χαρακτηριστικά δείγματα των μοντερνιστικών καταβολών της.

Εντούτοις την ίδια ώρα αισθάνεσαι ότι είναι και γέννημα θρέμμα του τόπου? του παρελθόντος, αλλά κυρίως του παρόντος και του μέλλοντός του. Το στοιχείο που τη δένει μ’ αυτόν λειτουργεί πολύ βαθύτερα από την εξωτερική όψη, καθώς αυτή δεν φέρει πάνω της κανένα από τα γνωστά λαικότροπα ή νεοκλασσικίζοντα πιστοποιητικά εντοπιότητας. Βρίσκεται περισσότερο στη δομή της που γεννά τα βασικά τυπολογικά της χαρακτηριστικά.

Όλα αυτά φέρνουν στο νου μου τον Γιάννη Δεσποτόπουλο. Ήταν από τους πρώτους μεγάλους δασκάλους που διέκριναν στο Μοντερνισμό κοινές αρχές και στοιχεία του αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, που έχουν διαχρονική και υπερτοπική αξία γιατί καλλιεργούν τον πανανθρώπινο πολιτισμό. Το άνοιγμα του Τοπικού προς τον Κόσμο σημάδεψε την διδασκαλία του ως παραπληρωματική εκείνης του Δημήτρη Πικιώνη και την διατήρησε ζωντανή και ακμαία μέσα στη Σχολή της Αθήνας, ώστε να χαρακτηρίζει -τόσα χρόνια αργότερα- και ετούτη τη νεανική αρχιτεκτονική, ορίζοντας την αρχική γενεαλογική της προέλευση.

Βεβαίως σ’ αυτήν εμπεριέχονται και άλλες επιρροές? παλαιές, αλλά και νεότερες? μεταξύ τους ομόρροπες, αλλά και αντίρροπες? γόνιμα όμως αφομοιωμένες σ’ ένα ώριμο αρχιτεκτονικό λόγο που εξελίσσεται ελεύθερα και με αυτονομία. Τον στηρίζουν κυρίως νέες ιδέες, αλλά και εμπειρία και γνώση από συνεχείς επάλληλες εφαρμογές και βελτιώσεις. Σταδιακά και με αρκετό βάσανο έχουν διερευνηθεί, ακόμα και τα πιο λεπτομερή και εξειδικευμένα εκφραστικά και κατασκευαστικά μέσα και στοιχεία του, που διατυπώνονται στην εφαρμογή τους με μεγάλη τέχνη και ακρίβεια.

Πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού ο λίγο μοναχικός δρόμος που ακολουθούν τούτοι οι αρχιτέκτονες. Είναι ένα πέρασμα μετ’ επιστροφής που συνδέει τον τόπο μας με τον διεθνή χώρο. Το περπάτησαν και το δίδαξαν και άλλοι πέραν του Δεσποτόπουλου και των πρώιμων Μοντερνιστών, όπως ο Κωνσταντινίδης, ο Προβελέγγιος, ο Ζενέτος, αλλά και νεότεροι? ο καθένας με τον ιδιόμορφο βηματισμό του και τον προσωπικό του τρόπο.

Είναι το alter ego, η παραπληρωματική κατεύθυνση, ενός άλλου εξ ίσου σημαντικού, που όμως έχει καθ’ υπερβολήν εδραιωθεί ακόμα και στην κοινή συνείδηση ως μοναδική προσπέλαση της Ελληνικότητας, καθώς περνά από πιο φανερές, πιο κατανοητές εκφάνσεις και διαδρομές της.

Η αλληλεπίδραση και ο αλληλοεπηρεασμός των δυο αυτών βασικών κλάδων του γενεαλογικού δέντρου της Νεοελληνικής αρχιτεκτονικής μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να δίνει νέους καρπούς, νέες ιδέες, νέα τυπολογικά είδη αρχιτεκτονικής.

T.M.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *