Πού πάει η ελληνική αρχιτεκτονική;

(Άρθρο στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, 28/11/2001)

Hπάροδος του χρόνου βοηθά συνήθως την ορθότερη κατανόηση και αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής. Δεν είναι λοιπόν λάθος, προκειμένου για σημαντικές εκδηλώσεις που την αφορούν, να δημοσιοποιεί κανείς τις εντυπώσεις, τις σκέψεις και τα συμπεράσματά του γι’αυτές κάπως αργότερα από ό,τι πολύ συχνά επιβάλλει το κυνηγητό της καθημερινής παρακολούθησης της επικαιρότητας.

Έτσι αιτιολογείται η σχετική καθυστέρηση αυτής της αναφοράς στην πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση που πραγματοποίησε, κατά φάσεις, πριν λίγο καιρό το “Eλληνικό Iνστιτούτο Aρχιτεκτονικής” με γενικό τίτλο: “Bραβεία Aρχιτεκτονικής 2000”.

Περιδιαβαίνοντας την έκθεση, που συμπλήρωσε τη βράβευση – μετά από διαγωνισμό – τεσσάρων πολύ καλών κτιρίων Eλλήνων αρχιτεκτόνων, με βασάνισε ξανά η ίδια σκέψη που έκανα ως μέλος μιας από τις δύο επιτροπές κρίσεως του διαγωνισμού. Δηλαδή, ότι χρειάζεται πολλή προσοχή – ιδιαίτερα όσον αφορά τον τόπο μας, όπου υπάρχουν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και αντινομίες – για να εξαχθεί κάποιο ουσιώδες και χρήσιμο κοινό νόημα ή συμπέρασμα από μια ταυτόχρονη και παράλληλη παρουσίαση ιδιωτικών και δημόσιων αρχιτεκτονικών έργων, στο πλαίσιο μιας έκθεσης αρχιτεκτονικής.

Ένας πιθανός κίνδυνος γενικευμένης παρανόησης και αποπροσανατολισμού προέρχεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες και δυνατότητες αρχιτεκτονικής έκφρασης, τεχνολογίας, κόστους και χρόνου, οι οποίες ενδεχομένως προσφέρονται από τον ιδιώτη στον αρχιτέκτονά (του!!) ως “δοτές” και όχι κατακτημένες ελευθερίες. Στις περιπτώσεις αυτές – όταν μάλιστα ο δεύτερος συμβαίνει να είναι και πολύ προικισμένος δημιουργός – προκαλείται στην κοινή γνώμη (αλλά και σε πολλούς αρχιτέκτονες) μια τάση σύγκρισης δημόσιας και ιδιωτικής αρχιτεκτονικής ως χωριστών, και μάλιστα ανταγωνιστικών, φαινομένων. Η απλουστευτική αυτή λογική βγάζει συνήθως το αποτέλεσμα του “αγώνα”, να γέρνει αμέσως και τελεσίδικα υπέρ της δεύτερης. Επιπλέον γεννά το συνακόλουθο συμπέρασμα ότι το δημόσιο έργο δικαιώνεται όταν φτάσει να είναι τόσο “καλό” όσο το ιδιωτικό. Ότι θα έπρεπε να “μοιάζει” με αυτό στην πρωτοτυπία και το φινίρισμα, αλλά και στις εξελιγμένες διαδικασίες μελέτης και κατασκευής του! (Bλέπε νέο θεσμικό πλαίσιο ανάθεσης και κατασκευής δημοσίων έργων, μελετοκατασκευές κ.λπ.).

Τέτοιες εύκολες και αβασάνιστες σκέψεις, που διαλύουν τη συνοχή και συνεκτικότητα του αρχιτεκτονικού φαινομένου, έχουν θύμα τους συνολικά την καλή αρχιτεκτονική, δημόσια και ιδιωτική. Συνεισφέρουν το μερίδιό τους, παράλληλα με τις τεράστιες ευθύνες της πολιτείας, για τα απερίγραπτα κακοπαθήματα της πρώτης. Βοηθούν στην πλήρη παρανόηση και απαξίωσή της, ώστε να τοποθετείται πάντα στη “σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού μας”.

Πιστεύω ότι η αρχιτεκτονική ενός τόπου είναι ενιαίο φαινόμενο και ότι, είτε δημόσια είτε ιδιωτική, είναι από τη φύση της στην ουσία δημόσια, με την ευρεία έννοια του όρου. Δηλαδή αφορά όλη την κοινωνία και απευθύνεται σ’αυτήν. Άρα και η ιδιωτική είναι χρήσιμο να “μοιάσει” με τη δημόσια, αποκτώντας και αυτή το κοινό γενετικό σημάδι της συλλογικότητας και της σύνδεσης με την κοινωνία, ελέγχοντας κάπως τις “δοτές” της ελευθερίες και τον υποκειμενισμό της. Παράδειγμα η λαϊκή μας αρχιτεκτονική, όπου το πλουσιόσπιτο, το φτωχόσπιτο, και ο στάβλος ακόμα, φέρουν την κοινή – συλλογική ένδειξη μιας τυπολογικής ομοιογένειας, αλληλεξάρτησης και αλληλεγγύης, ταυτόχρονα με την έντονη διαφορετικότητα και ιδιομορφία τους.

Ακριβώς λοιπόν στο διευρυμένο και ενωτικό επίπεδο θεώρησης του “κοινού και κύριου” των αρχιτεκτονικών, είναι ίσως δυνατόν να κριθούν και να παρουσιασθούν μαζί η δημόσια με την ιδιωτική αρχιτεκτονική. Θα διαπιστώναμε τότε ότι από τη δημόσια “σκοτεινή πλευρά” του τόπου και της κοινωνίας, γεννήθηκαν γνωστά κτίρια και αρχιτεκτονικές τυπολογίες ιστορικής σημασίας από εξαιρετικούς αρχιτέκτονες, που τόλμησαν μάλιστα να τα βάλουν με το θηρίο της ελληνικής πολιτείας και του δημόσιου χώρου, υπηρετώντας και εκφράζοντας με αυταπάρνηση ακριβώς το “κοινό και κύριο”.

Δεν είναι όμως πάντα εύκολο, ο περαστικός θεατής της αρχιτεκτονικής να διακρίνει το “κοινό και κύριο”. Αντίθετα, προτιμά συνήθως να αυτοηδονίζεται, ροκανίζοντας με τα μάτια το “ωραίο”, το εικονογραφικό, το υπερεπεξεργασμένο, το “καινούργιο”.

Γι’αυτό η κατανόηση των καλών δειγμάτων της -συχνά- ερειπιώδους δημόσιας αρχιτεκτονικής μας, συνήθως βαριά τραυματισμένων, κακοσυντηρημένων και γυμνών από μορφολογικές και κατασκευαστικές εκζητήσεις, απαιτεί ένα όλως ειδικό τρόπο θεώρησής τους από όποιον τα αγαπά και τα σέβεται. Ζητά από αυτόν να μπορεί να δει όχι μόνο οπτικά αλλά και νοητικά, πολύ πιο πέρα και βαθύτερα από το απτό, κακοποιημένο είδωλό τους. Να αγγίξει αυτή καθαυτή την ιδανική έκφραση της επιθυμίας του δημιουργού τους, εκείνο το φευγαλέο φάντασμα που διατηρείται αλώβητο και διαφανές, ως καθαρή ιδέα, στο χώρο του υπερβατικού.

Έτσι θεωρημένη, τούτη η περιορισμένη σε αριθμό εξαιρετική δημόσια παρακαταθήκη –ιδιαίτερα η παλαιότερη– γνήσιο τέκνο, αλλά και υπέρβαση της κοινωνικής πραγματικότητας, ξεπερνά σε σημασία κατά πολύ το “ωραίο”, το “λειτουργικά και κατασκευαστικά άρτιο”, και αποκαλύπτει μεγαλύτερες και βαθύτερες αξίες. Πρώτη και κύρια είναι η υποδόρια πρωτογενής της δύναμη, που ενεργοποιεί ο βασανιστικός πόθος και η βούληση να γίνει η υπέρβαση κάτω από οποιεσδήποτε αρνητικές συνθήκες. Είναι και η αιχμηρή “κόψη” της που αντιστέκεται και αντιπαλεύει, όπως η λάμα του μαχαιριού, τις δυνάμεις που εμποδίζουν το άλμα της. Είναι το πρωτόγονο διακριτικό σημάδι της, η δαιμονική κραυγή και κίνηση ανάμικτης χαράς και οδύνης, καθώς με ισχυρή επιθυμία, αλλά και με δυσκολία και αγωνία, γεννιέται η πραγματική δημιουργία. Οι Iσπανοί βάφτισαν αυτή τη στοιχειωμένη δύναμη ζωής και θανάτου, “Nτουέντε”, λέξη περίεργη, μη μεταφράσιμη στα ελληνικά, για την ερμηνεία της οποίας ο Λόρκα αφιέρωσε ένα ολόκληρο μικρό βιβλίο του.

Φέρνοντας ξανά στο νου συνολικά το αρχιτεκτονικό έργο που παρουσιάσθηκε στην έκθεση, χαίρεται κανείς πραγματικά. Γιατί διαπιστώνει ότι η σκέψη των νέων αρχιτεκτόνων έχει ασυνήθιστο εύρος. Δηλαδή δεν εγκλωβίζεται σε στερεότυπα της “μιας και μοναδικής αλήθειας” για τα πράγματα.

Βέβαια, η ποικιλία, ακόμα και η πιο ακραία διαφορετικότητα, στην αντίληψη και κατανόηση του κόσμου, του τόπου και της αρχιτεκτονικής, υπήρξε βασική ιδιότητα της ελληνικής δημιουργικής σκέψης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό της ελευθερίας της ότι οι αρχιτέκτονες που θεωρήθηκαν συμβολικοί “δείκτες” της εξέλιξης και των μεταλλάξεών της, σπανίως λειτούργησαν ως συγκεντρωτικά, μοναδικά, αυθύπαρκτα και απομονωμένα σημεία αναφοράς. Πολύ περισσότερο συγκρότησαν “χωρικούς σχηματισμούς”. Δημιούργησαν δηλαδή συμπληρωματικά, παραπληρωματικά ή αντίρροπα ζεύγη, ή και τρίγωνα. Έτσι δεν αφαίρεσαν, αλλά προσέφεραν χώρο μέσα στον οποίο η συλλογική και ατομική σκέψη των επερχόμενων μπόρεσε αυτόνομα να αναπτυχθεί και να γεννήσει νέες θεωρήσεις και πραγματικότητες.

Παρατηρεί, εν τούτοις, κανείς ότι το νέο αρχιτεκτονικό έργο που εκτίθεται είναι κατά βάση πολύ περισσότερο ατομικό. Δηλαδή η εκφραστική του ελευθερία και η ανατρεπτικότητά του δεν έχουν ακόμα δημιουργήσει ευρύτερους σχηματισμούς, ομαδοποιήσεις, συλλογικές ιδεολογικές συσπειρώσεις, ακόμα και ένα σύστημα ιδεολογικής “ενδοσυνεννόησης”, όπως συνέβη σε παλαιότερες εποχές.

Έτσι, η νεότερη αρχιτεκτονική στερείται ίσως για την ώρα μιας πρόσθετης δυναμικής, την οποία προσφέρει, όπως επανειλημμένα υποστηρίχθηκε, αυτού του είδους η συλλογικότητα.

Παρόλα αυτά, μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει ότι, αν δεν έχει ακόμα επιτευχθεί η συσχέτιση και συνάφεια των νεότερων μεταξύ τους ή τουλάχιστον μόλις τώρα αρχίζει να διαφαίνεται, διακρίνεται αχνά σε λίγες περιπτώσεις η σύνδεσή τους με κάποιους από τους πρωτογενείς, διαρκούς αξίας “σχηματισμούς” (τις συζυγίες ή τα τρίγωνα) που περιγράφηκαν, ενώ αυτό δεν τους στερεί τη δυνατότητα χάραξης της προσωπικής τους αυτόνομης πορείας.

Αν και η άδηλη αυτή γενεαλογική συνέχεια είναι απολύτως αγαθό και φυσικό φαινόμενο, καθώς δείχνει τις ισχυρές ρίζες και τη γονιμότητα ορισμένων αρχιτεκτονικών δρόμων, είναι περίεργος ο τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι οι νέοι δημιουργοί, ορισμένες φορές, αυτοπροσδιορίζονται -μέσω δηλώσεών τους- σε σχέση μ’αυτή σε θεωρητικές τους τοποθετήσεις. Κατά κάποιον τρόπο γεννάται η εντύπωση ότι διακατέχονται από ένα υποδόριο σύνδρομο “μητροκτονίας” ή “πατροκτονίας”. Πρόσφατα θύματα αυτού του φανταστικού και αθώου “φονικού” είναι συνήθως οι πανεπιστημιακές σχολές, που τους δίδαξαν τις πρώτες έννοιες της αρχιτεκτονικής, ο μοντερνισμός, που τους αποκάλυψε την κοινωνική, δομική και αισθητική υπόσταση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, και φυσικά ο μέγας γενάρχης και “ένοχος” όλων των αμαρτιών μας: ο μεγάλος Le Corbusier!

Και όλα αυτά συμβαίνουν παρότι το καλό τους έργο μαρτυρεί, ευτυχώς, τα αντίθετα.

Τούτο το τελευταίο γεγονός δεν είναι ασύνηθες. Πολλές φορές το αρχιτεκτονικό έργο ομιλεί με το δικό του σιωπηλό τρόπο ορθότερα, με μεγαλύτερη ευκρίνεια και ειλικρίνεια από ό,τι οι αρχιτέκτονες που το δημιούργησαν. Τους δικαιώνει, ενίοτε, περισσότερο από ό,τι ο λόγος που οι ίδιοι διατυπώνουν γι’αυτό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεγάλης αλήθειας ήταν και η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης, με θέμα “Tάσεις της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής”. Ακόμα για μια φορά ο λόγος για την αρχιτεκτονική πιστεύω ότι περιορίσθηκε σε λόγο περί την αρχιτεκτονική και δεν ευτύχησε να αγγίζει την ουσία της. Έτσι κι αλλιώς αυτή η τελευταία ενδιαιτούσε με δική της θέληση στο διπλανό χώρο, όπου ήταν εκτεθειμένο το κτισμένο έργο των πολλών και καλών Ελλήνων αρχιτεκτόνων. Οι περισσότερες απαντήσεις στα ερωτήματα της συζήτησης (και σε πολλά ακόμα που δεν έγιναν) υπήρχαν ήδη προ πολλού εκεί.

Προς τα εκεί λοιπόν άρχισε μετά από λίγο να τριγυρνά κρυφά ο νους μας, δραπετεύοντας από τα γριφώδη, αλυσιτελή ιδεολογήματα των ομιλητών.

T.M.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *