(Άρθρο στην εφημερίδα “Η Αυγή”, 01/04/2012)
¤Στη σημερινή περίοδο είναι βέβαιο (και φυσικό) ότι η λέξη “Πλατεία” γεννά συλλογικούς συνειρμούς άμεσα σχετισμένους με τη μεγάλη κοινωνικό-οικονομική κρίση και τις εκρηκτικές αντιδράσεις του κοινωνικού χώρου που η κρίση, και η πολιτική για την αντιμετώπισή της, προκάλεσαν και προκαλούν.
¤Στο κείμενο αυτό θα αποφύγω να εκμεταλλευτώ την πλατεία ως θέμα – αφορμή για περίτεχνα ποιητικά ή γλωσσοπλαστικά γυμνάσματα επί χάρτου, φορτισμένα μάλιστα με τη συγκίνηση από τα πρόσφατα (αλλά και μελλούμενα) αυτά δραματικά γεγονότα.
¤Και τούτο, γιατί τέτοιου είδους αφηγήσεις συχνά οδηγούν στην “αισθητικοποίηση” του ουσιαστικού νοήματος της απελπισίας, της αδικίας, του φόβου, της οργής και της διαμαρτυρίας, αμβλύνοντας την αμεσότητα και τη δύναμή τους. Έτσι, μετατρέπουν πολλές φορές το συλλογικό αυτό νόημα σε προσωπική φιλολογία ή καλλιέπεια του γράφοντος ή λέγοντος.
¤Πάντως, αυτή η ακραία – ως προς την μαζικότητα και δυναμικότητα – ενεργοποίηση και χρήση του δημόσιου χώρου, που πια συμβολίζει η “πλατεία”, αποτελεί για κάθε πολίτη (και ειδικότερα για ένα αρχιτέκτονα, πιστεύω) ένα εξαιρετικό μάθημα μέγιστου κοινωνικού, αλλά και αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος. Δηλαδή δυο διαφορετικών, αλλά σαφώς επικοινωνούντων πεδίων δράσης του δημόσιου χώρου, μιας και δεν νοείται η αρχιτεκτονική αποστερημένη από την κοινωνική και πολιτική της διάσταση.
¤Σημειώνω λοιπόν μια σειρά σκέψεων :
(α) Όταν ο πολίτης -χρήστης του δημόσιου χώρου- υπό την πίεση μιας επιτακτικής ανάγκης – έχει την βούληση και επιθυμία να δράσει συλλογικά μέσα σε αυτόν, τότε βρίσκει τρόπο να το πράξει. Είτε ο χώρος -με αρχιτεκτονικούς όρους- προσφέρεται, είτε δεν προσφέρεται για αυτό. Και το πράττει οπουδήποτε, οποτεδήποτε και οπωσδήποτε.
Είναι μια παρατήρηση που αμφισβητεί κάποιες “βεβαιότητες” των αρχιτεκτόνων. π.χ. ότι ο υπέρ-σχεδιασμός του χώρου εξασφαλίζει και την ανάλογη συνεπή καθοδήγηση του χρήστη σύμφωνα με τους υπολογισμούς και τις προβλέψεις (λειτουργικές ή αισθητικές) του “μεγάλου μαΐστορα”. Ιδιαιτέρως σε τέτοιες ακραίες συνθήκες η παντοδύναμη ροπή του πρώτου προς την απρόβλεπτη αυτενέργεια υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο του σχεδιασμού του δεύτερου (ευτυχώς, καθώς μπορεί ίσως κάτι να κερδίζεται από αυτή την συλλογική “απείθεια” προς τας υποδείξεις).
¤ (β) Η καλή ή κακή λειτουργία του δημόσιου χώρου εξαρτάται, νομίζω, πρωτίστως από την ορθή ή λαθεμένη θέση του στον πολεοδομικό ιστό ή έξω από αυτόν. Βεβαίως έχει μεγάλη σημασία και η επιμέρους αρχιτεκτονική του, σε επίπεδο ιδέας, διαρρύθμισης, υλικότητας και αισθητικής του χώρου. Εντούτοις, οι τρέχουσες αρχιτεκτονικές αντιλήψεις σχεδόν αποκλειστικά ασχολούνται (κακώς) κυρίως με τα ειδικότερα αυτά ζητήματα και όχι με το πρώτο που είναι το κύριο.
Και οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν πιστεύω, τόσο για την μεγάλη κεντρική πλατεία, όσο και για τη μικρή, μισοκρυμμένη στις γειτονιές της πόλης ή ακόμη και για το ελάχιστο διαμορφωμένο πλάτωμα στο φυσικό τοπίο.
¤Ιδιαιτέρως η πρώτη περίπτωση (της κεντρικής πλατείας) είδαμε προσφάτως “επί τόπου του έργου” ότι χρειάζεται να έχει την κατάλληλη θέση και το κατάλληλο μέγεθός σε αναφορά με τα κομβικά σημεία όπου χτυπά δυνατά ο παλμός της καρδιάς της πόλης ή πάνω στους μεγάλους άξονες όπου αναπτύσσονται τα δίκτυα της ζωής και της κίνησής της.
¤Γιατί πριν από όλα η “πλατεία” είναι ζωντανός υποδοχέας και πυκνωτής κοινωνικών δράσεων, απ’ όπου αντλεί και το συμβολικό της νόημα (πολιτικό, ψυχαγωγικό, εμπορικό) ως τόπος συνάντησης, επικοινωνίας, στοχασμού – ακόμη και σιωπηλής απομόνωσης- ή ως τόπος επαφής με το αδιαμόρφωτο φυσικό περιβάλλον.
¤(γ) Και βεβαίως ο δημόσιος χώρος χρειάζεται (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) να είναι ανοιχτός, ελεύθερος, προσπελάσιμος. Ώστε ο πολίτης να νιώσει ότι του ανήκει ως συλλογική δημόσια αξία. Για να συμβούν αυτά μπορεί να αρκεί ένα απλό καθαρού σχήματος ανθεκτικό δάπεδο με ένα μεγάλο δέντρο. Και μετά έρχονται όλα τα άλλα
Άλλωστε, η Αρχαία Αγορά, πρώτιστο σύμβολο του κοινωνικού δημόσιου χώρου – πλατείας που γεννήθηκε στον τόπο αυτό, είναι ευτυχώς δίπλα μας στην καρδιά της πόλης και επιβεβαιώνει τα παραπάνω : εν αρχή ανοιχτή και ελεύθερη (χωρίς την τωρινή της περίφραξη), πολυλειτουργική, μεταλλασσόμενη στον χρόνο, με καθαρούς άξονες και φυγές, με τις φωτεινές ή σκιερές πτυχές της ιστορίας της να αναδιπλώνονται σε όλη της την έκταση.
¤(δ) Και η αισθητική?
Βεβαίως και είναι σημαντική αξία για τον πολίτη, χρειάζεται όμως να βρει και αυτή τον τρόπο έκφρασής της της και το μέτρο της δικαιοδοσίας της όσον αφορά την αρχιτεκτονική και μάλιστα εκείνη του δημόσιου χώρου.
¤Γιατί ειδικά σε αυτή την περίπτωση πρόκειται, νομίζω, πολύ περισσότερο για την αισθητική ενός εν δράσει ζωντανού οργανισμού και λιγότερο αισθητική ενός στατικού αντικειμένου (ζωγραφικού ή γλυπτικού). Ο άνθρωπος δεν στέκει απέναντι στον αρχιτεκτονικό χώρο ως θεατής του όπως συμβαίνει σε μια έκθεση τέχνης. Αντιθέτως βρίσκεται εντός του, συμμετέχοντας μαζί του σ΄ ένα δρώμενο της ίδιας της ζωής. Με ότι -θαυμαστό ή δραματικό, τακτοποιημένο ή άτακτο, ασφαλές ή ανασφαλές- τούτο συνεπάγεται.
¤ Γι΄ αυτό, ας μην φοβόμαστε τον ενεργό δημόσιο χώρο -την πλατεία ή τον δρόμο- ακόμη κι όταν αγριεύουν, καθώς αυτή η ενέργεια είναι ο παλμός και το σημάδι της κοινωνίας, αλλά και του εαυτού μας.
Η ιδωτεύουσα σιωπή, η ακινησία, η απουσία της ζωής από την πλατεία και το δρόμο είναι που πραγματικά τρομάζουν.
T.M.