Ο διαρκής Άρης Κωνσταντινίδης

Ο διαρκής Άρης Κωνσταντινίδης

Η σημασία της συνεισφοράς του για την εισαγωγή του “πνεύματος του τόπου” στον ύστερο ελληνικό Μοντερνισμό.

(Εισήγηση σε παρουσίαση τριών βιβλίων του Άρη Κωνσταντινίδη στο “Μουσείο Μπενάκη”, 20/08/2011)

Η γνωριμία:

Γνώρισα από κοντά τον Άρη Κωνσταντινίδη (δηλαδή μου μίλησε και του μίλησα) όταν ακόμη ήμουν 12 χρονών, καθώς αυτός και ο πατέρας μου Κυπριανός διατηρούσαν μεταξύ τους μια γερή φιλική σχέση.

Τον είχα όμως συναντήσει και προηγουμένως, τουλάχιστον μια φορά. Σε μια εκδρομή στη Συκιά, όπου είχε κτίσει το γνωστό σπίτι διακοπών. Αλλά τότε ήμουν τόσο μικρός που δεν διακρίνω πια με σιγουριά τα πραγματικά γεγονότα από τα φανταστικά.

Γι’ αυτό θα περιγράψω τη χρονικά δεύτερη συνάντηση, γιατί αισθάνομαι ότι την έχω στο νου αρκετά καθαρά.

Είχε έρθει λοιπόν στην Ραφήνα, καλεσμένος του Κυπριανού στο εξοχικό μας που μόλις είχε τελειώσει.

Θυμάμαι τον περίπου 45αρη επισκέπτη με την -γεμάτη νεύρο- κίνηση και το διαπεραστικό βλέμμα που παρατηρούσε με περιέργεια τα πάντα.

Θυμάμαι ότι με χαιρέτησε απλά, εγκάρδια, αλλά με σοβαρότητα. Χωρίς τις σαχλές φιλοφρονήσεις με τις οποίες συνήθως οι μεγάλοι απευθύνονται στους μικρούς.

Θυμάμαι καθαρά ότι με κάλεσε να τους ακολουθήσω στον περίπατο τους μέσα και γύρω από το σπίτι. Το έκανα, παρατηρώντας τον με προσοχή, καθώς εξ’ αρχής, μου είχε αποσπάσει το ενδιαφέρον. Ταυτοχρόνως παρακολουθούσα και την (όχι απολύτως ήρεμη) συζήτηση του με τον πατέρα μου σε αναφορά με το σπίτι. Παρότι το τελευταίο το θεωρούσα μέχρι στιγμής αυτονόητα δεδομένο, όπως άλλωστε και κάθε σπίτι. Άρα προς τι όλη αυτή η κουβέντα;

Έ, εκεί κατάλαβα ότι κάτι σημαντικό “παίζεται” με την αρχιτεκτονική (που βέβαια δεν ήξερα ποιο είναι) αλλά να το που προκαλούσε την έντονη ανταλλαγή γνώμης που λάβαινε χώρα μπροστά μου.

Ο Α.Κ.: εν εξάρσει, προπορευόταν σαρώνοντας με τη ματιά του τα πάντα. Συμφωνούσε αλλά είχε και αντιρρήσεις, που τις διατύπωνε άμεσα, έντονα, κοφτά.

Ο πατέρας μου: Ήρεμος (παρότι εν μέρει Αρβανίτης) και “δοσμένος” στην υπεράσπιση του έργου του, αντανακλούσε πάντως μια (όχι και τόσο συνηθισμένη, σε σύγκριση με άλλες περιπτώσεις) αίσθηση προσήνειας, ακόμη και τρυφερότητας προς τον “ανυπάκουο” συνομιλητή του. Τον οποίο επιπλέον φαινόταν ότι εκτιμούσε πολύ. «Μα Άρη μου…..δεν συμφωνώ Άρη μου…».

Και ο Άρης: «Όχι, όχι Κυπριανέ. Όχι ……». Και πάει λέγοντας.

Μετά ο “Άρης” με ρώτησε (πάλι σαν να είμαι μεγάλος) αν μου άρεσε το σπίτι. Δεν θυμάμαι τι του είπα, συνεπαρμένος από τον έντονο διάλογο.

«Θα τα ξαναπούμε» μου είπε. Και πράγματι τα ξαναείπαμε. Μάλιστα, ανάμεσα σε όσα “ξαναείπαμε” πολύ αργότερα ήταν και το μερτικό μας από το «γενικό λούσιμο» που έκανε σε όλες τις προτάσεις του Διεθνή Διαγωνισμού για το Μουσείο της Ακρόπολης. Ανάμεσα σ’ αυτές και στη δική μας.

Τέρμα όμως οι προσωπικές αναμνήσεις. Ας έρθουμε στο θέμα μας.

Η αναζήτηση του «Διαρκούς» στο «παλαιό» και το «νέο».

Χαίρομαι ιδιαιτέρως για τα προλεχθέντα από τον κ. Γιάννη Σαΐτα όσον αφορά το μεγάλο ενδιαφέρον του Α.Κ., ήδη από νεαρή ηλικία, για τον τόπο και την ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση. Πράγμα που επιβεβαιώνει και η εξαιρετική έκδοση των τριών σχετικών βιβλίων που σήμερα παρουσιάζονται εδώ.

Από την πλευρά μου, θα ήθελα να συμπληρώσω τα λόγια αυτά, επιχειρώντας να φωτίσω τον δομικό αλλά και κοφτερό –χωρίς γραφικότητες- τρόπο με τον οποίο αξιοποίησε ο Κωνσταντινίδης αυτήν του τη γνώση. Για να διαμορφώσει δηλαδή, ένα άκρως σύγχρονο προσωπικό αρχιτεκτονικό λόγο που εφάρμοσε με πίστη και επιμονή στο χτισμένο του έργο.

Ως δάσκαλος λοιπόν (που ελπίζω ότι είμαι), θα επιχειρήσω να παρουσιάσω, όπως την αντιλαμβάνομαι, την εξαιρετικά διδακτική σημασία της αρχιτεκτονικής του
αυτής, ως γέφυρας ανάμεσα σε διαρκείς αξίες της παράδοσης του τόπου και στον επίσης διαρκή Ελληνικό Μοντερνισμό,σε μια κορύφωση αυτού του νεωτερικού αρχιτεκτονικού ρεύματος την περίοδο των δεκαετιών του ΄50 και του ’60. Όταν η τότε συλλογική “πολιτιστική άνοιξη” επέδρασε αναζωογονητικά στις επιστήμες και τις τέχνες. Έτσι, ώστε η ζωγραφική, η γλυπτική, η ποίηση, ο λόγος, η μουσική, το θέατρο, η αρχιτεκτονική, να αποδώσουν από κοινού έργο εξαιρετικά υψηλής ποιότητας. Ήταν η περίοδος που η παρουσία και συμμετοχή του συγκεκριμένου αρχιτέκτονα υπήρξε και κεντρική και κεντρομόλος.

Μάλιστα θα αποτολμήσω αυτή τη σύνδεση του με το μοντερνισμό με όλο το σεβασμό προς την σαφή επιλογή του να αποφεύγει να εντάσσει τον εαυτό του στα στερεότυπα των διεθνών ρευμάτων –ιδιαιτέρως όπως τα αντιλαμβάνονται συνήθως οι σχολιαστές της αρχιτεκτονικής.

Πιο συγκεκριμένα, θα επιχειρήσω να παρουσιάσω αυτήν τη σχέση αναλύοντας ένα κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, έργο του, το «Σπίτι διακοπών στην Ανάβυσσο» που έγινε το 1962.

Σημειώνω επίσης, ότι όσα στη συνέχεια ακολουθούν δεν γράφτηκαν με ευκαιρία τη σημερινή πολύ σημαντική εκδήλωση. Συνειδητά προτίμησα να σας εκθέσω σκέψεις μου για τον Άρη Κωνσταντινίδης μιας αρκετά παλαιότερης, αλλά και ιδιαιτέρως καθοριστικής για μένα, περιόδου. Σκέψεις, που υπό αυτές τις τότε ειδικές συνθήκες, προσπάθησαν να συνοψίσουν τα ελάχιστα, ταυτοχρόνως τα βασικά και πιο πολύτιμα, απ’ όσα έμαθα για την αρχιτεκτονική. Και τα οποία, όπως θα διαπιστώσετε, συνδέθηκαν αυθορμήτως και σε χρόνο ανύποπτο, με τον δημιουργό και δάσκαλο που σήμερα τιμούμε.

Με αυτήν την έννοια λοιπόν καταγράφηκαν[1] και ξαναπαρουσιάζονται τώρα, διατηρώντας –ελπίζω- την αμεσότητα και μεγάλη ένταση της αρχικής τους διατύπωσης.

«Σπίτι διακοπών στην Ανάβυσσο».

Θεωρώ το σπίτι αυτό, έργο με απολύτως προσωπική σφραγίδα, αλλά και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της συλλογικής αρχιτεκτονικής κίνησης του ύστερου ελληνικού μοντερνισμού (στον οποίο προηγουμένως αναφέρθηκα), που μάχεται, επιμένει, αντιστέκεται.

Είναι γνωστό ότι η μόδα έχει την τάση και τους μηχανισμούς να ενσωματώνει, να ρουφά μέσα της, ακόμα και πολύ δυναμικές δημιουργίες. Τις στρεβλώνει λίγο εδώ και λίγο εκεί, ώστε να τις φέρει στα μέτρα της. Έτσι, τις ευνουχίζει, για να την υπηρετούν μετά σαν υπάκουα κατοικίδια.

Τούτο δεν συνέβη ποτέ με αυτό το έργο, ούτε και με άλλα του ίδιου αρχιτέκτονα. Το «σώμα» του σπιτιού υπέστη φυσικά βίαιες παρεμβάσεις. Η μορφή του έγινε αντικείμενο κακής μίμησης. Το πνεύμα του όμως όχι. Αυτό παραμένει μέχρι και σήμερα ελεύθερο, κρυστάλλινο, κοφτερό. Tο σπίτι αυτό δεν έγινε κατοικίδιο κανενός, ενώ «κατοικήθηκε» και αγαπήθηκε από όλους μας. Το νιώσαμε σαν δικό μας. Νοιώσαμε να μας αγγίζει βαθιά η υλικότητα και η πνευματικότητα του.

Και ας μου επιτραπεί να μιλήσω πρώτα για την πνευματικότητα (που σήμερα γενικώς είναι πλέον αξία που σπανίζει) και στη συνέχεια για την επίσης πολύ μεγάλη αξία της υλικότητας αυτού του σπιτιού.

Το πνεύμα, η ιδέα, είναι λοιπόν ο πυρήνας της αρχιτεκτονικής του. Και αυτό το πνεύμα το διατρέχει συνολικά και δυνατά από άκρου σε άκρο, μιας και διαπαντός, έτσι που η ιδέα ενώνεται με την εφαρμογή της, δίνοντας στην ύλη πνοή ζωής. Η ταύτιση πνεύματος και ύλης μέσω της αφαίρεσης και της απλοποίησης γεννά την –οικονομικότατη σε κόστος, αλλά πλουσιότατη σε νόημα– πρόταση του αρχιτέκτονα.

Σε πρώτο κοίταγμα, η κάτοψη του σπιτιού είναι το γυμνό διάγραμμα ενός τυπικού ορθογωνίου παραλληλόγραμμου. Σχηματίζεται από ελάχιστα στοιχεία όπως το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, χωρίς ούτε μία περίτεχνη μορφοπλαστική, τεχνολογική ή λόγια εκζήτηση. Όμως με δύο μόνο βασικές συνθετικές κινήσεις (πλεγμένες η μία μέσα στην άλλη), το διάγραμμα γίνεται εμπνευσμένη αρχιτεκτονική.

Με την πρώτη κίνηση (τη συγκρότηση ενός απλού “κουτιού”) η ιδέα αποκτά σάρκα και οστά. Γίνεται αρχιτεκτονικός χώρος. Mε τόσο αφαιρετικό τρόπο όμως, ώστε να αγγίζει τα όρια του αφηρημένου και “γενικού”. Πραγματοποιείται δηλαδή μια αναγωγή του συγκεκριμένου σπιτιού σε πρωτογενές “τυπολογικό στοιχείο” για τον κατοικήσιμο χώρο. Η βασική συνθετική επεξεργασία του κουτιού που ακολουθεί, κινούμενη πάνω στο χνάρι αυτής της “αφαίρεσης” του προσδίδει με μαεστρία τα βασικά χαρακτηριστικά του “τύπου”. Γεννά το κλειστό, το ημιυπαίθριο, και το υπαίθριο. Γεννά την κίνηση και τη στάση. Γεννά την κλίμακα. Γι’ αυτό, το τελειωμένο σπίτι φτάνει να είναι, τολμά να πει κανείς, η ίδια η ιδέα του? ένα σύμβολο του προαιώνιου καθολικού
καταλύματος? του αρχέτυπου “δοχείου ζωής” όπως αυτό γεννήθηκε στον τόπο μας και καταγράφεται στην παράδοση του -που όπως είπαμε ο Α.Κ. ήξερε πολύ καλά. Εξ’ ού και η αντοχή του στο χρόνο? η διάρκεια του.

Η δεύτερη κίνηση, σε πυκνή αντιστικτική σχέση με την πρώτη, εμφυτεύει μέσα στο δοχείο, ως αναπόσπαστο συστατικό της ύπαρξής του, μια ακόμη ανεκτίμητη πρωτογενή, και επίσης διαρκή αξία που συνδέεται και αυτή με το “πνεύμα του τόπου”. Το “δοχείο ζωής” συμπληρώνει το περιούσιο περιεχόμενό του, τον κάτοικο του, παίρνοντας μέσα του, πλαισιώνοντας, αναδεικνύοντας, μια γάζα γης και θάλασσας και ένα ακρωτήρι στη γραμμή του ορίζοντα.

Προσοχή! Kαί άλλα σπίτια σ’ όλο τον κόσμο μοιάζουν με κουτιά, κατοικούνται από ανθρώπους και αξιοποιούν τη θέα. Όμως εδώ δεν πρόκειται περί αυτού. Εδώ έχουμε ένα εξαιρετικά ειδικό κουτί, που είναι στην πραγματικότητα ένας “πυκνωτής νοημάτων”. Όλα μαζί συγκροτούν μια δήλωση, μια οικουμενική πρόταση, όπως είπα, για την αρχιτεκτονική, τόσο παλιά όσο και νέα, αλλά και πολύ πέραν της αρχιτεκτονικής, για τη ζωή τον τόπο και τον κόσμο. Και η πρόταση καταγράφεται στον πραγματικό χώρο αλλά και στον υπερβατικό, του καθαρού πνεύματος και των ιδεών.

Επιπλέον, θεωρώ το έργο αυτό και ως μια ιδιοφυή διπλή κίνηση “ματ” στη διεθνή σκακιέρα της αρχιτεκτονικής, που έγινε από τη δική μας μικρή περιφερειακή επικράτεια. Με τον πλούτο της πνευματικότητάς της, που διαπερνά εξολοκλήρου και την υλικότητά της, η πρόταση αυτή απάντησε (στον καιρό της) και απαντά ακόμα στη μεγαλομανία των πανάκριβων ατοπικών, αποϊδεολογικοποιημένων, μορφοπλαστικών ρευμάτων που επικρατούν σήμερα σε μεγάλο βαθμό διεθνώς, και που τόσο αστόχαστα προσπαθούμε και εμείς να μιμηθούμε, ενώ είχαμε ήδη εξαιρετική δική μας αρχιτεκτονική.

Μάλιστα, η αρχιτεκτονική αυτή είναι και γνήσια εντόπια ερμηνεία του διεθνούς μοντερνιστικού (στην ουσία διαρκούς αξίας) μανιφέστου “less is more”, ως του ύψιστου νοήματος του “στοιχειώδους”. Όπως συμβαίνει και με τα γυμνά ερείπια αρχαίων ναών, θεάτρων και σπιτιών, που είναι τόσο κοντά μας, αλλά –τον τελευταίο καιρό– και τόσο μακριά μας, δυστυχώς.

Όταν λοιπόν ερωτούμε εαυτούς και αλλήλους τι μπορεί να κομίσει σήμερα η ελληνική αρχιτεκτονική στον διεθνή χώρο, νομίζω ότι αυτό μάλλον θα πρέπει να είναι (και πάλι) κάτι που ο διεθνής χώρος δεν διαθέτει, και όχι κάτι που ήδη έχει σε πλεόνασμα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που να έχει αρχίσει να το βαριέται θανάσιμα.

Γι’ αυτή την –αναγνωρισμένη από τους ξένους- αξία του, το «Σπίτι στην Ανάβυσσο» διατηρεί ιδιαίτερη θέση στη διεθνή βιβλιογραφία, χωρίς να μιμείται σε τίποτε τη διεθνή μόδα.

Να λοιπόν το κοινό στοιχείο που κάνει την αρχιτεκτονική του Κωνσταντινίδη γέφυρα ανάμεσα στο πνεύμα του τόπου και τη σύγχρονη διεθνή και εντόπια έντεχνη αρχιτεκτονική (και πιο συγκεκριμένα με τον Διαρκή Ελληνικό Μοντερνισμό). Είναι ακριβώς η διάρκεια που αναγράφεται στον τίτλο του κειμένου αυτού δίπλα στο όνομα του Κωνσταντινίδη ως βασικό προσδιοριστικό χαρακτηριστικό του αρχιτέκτονα.

Είναι λοιπόν ο αρχιτέκτονας αυτός ένας επίμονος “αναρριχητής”, όπως οι τολμηροί εκείνοι που βλέπουμε να σκαρφαλώνουν στον απόκρημνο βράχο γαντζωμένοι στην παρειά του. Αρχικά μελετά το βράχο (την προϋπάρχουσα αρχιτεκτονική). Και μετά ξεκινάει την αναρρίχηση χρησιμοποιώντας προϋπάρχοντα σταθερά σημεία στήριξης. Για να κάνει στη συνέχεια το παρακινδυνευμένο προσωπικό άλμα του, την αιώρηση του πάνω από το κενό, πιασμένος από ένα καινούριο σταθερό σημείο που ο ίδιος ανακαλύπτει. Είναι η δική του εκδοχή του διαρκούς Ελληνικού Μοντέρνου. Έτσι εξασφαλίζει τη διάρκεια αλλά και τη νεοτερικότητα της αρχιτεκτονικής του από το παρελθόν της έως το παρόν και το μέλλον της.

Το κοφτερό μαχαίρι.

Συνειδητοποιώ ότι έχω αναφέρει επανειλημμένα στο κείμενο αυτό τις λέξεις “κοφτό” ή “κοφτερό”. Επιτρέψτε μου λοιπόν, να κλείσω με κάτι ακόμα:

Αισθάνομαι πράγματι την σκέψη του Άρη Κωνσταντινίδη σαν γυμνό μαχαίρι με δύσκολη λαβή, που εύκολα μπορεί να σε κόψει απ’ όπου και αν το πιάσεις, ιδιαιτέρως αν δεν προσέχεις. Έτσι είναι και το έργο του: Δυνατή – συχνά οδυνηρή- χαρακιά στην ευτραφή μαλθακή σάρκα της (οδεύουσας ταχέως προς τον άκρατο καταναλωτισμό) μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Από τον οποίο όμως πρέπει σήμερα, σε περίοδο κρίσεως, να απαλλαγούμε το ταχύτερο, επιστρέφοντας σε μια διαβίωση και μια αρχιτεκτονική πιο φυσική, πιο οικονομική, πιο κοντινή στις ουσιώδεις υλικές και πνευματικές ανάγκες μας. Αυτός –πιστεύω- είναι ο διαρκής συμβολισμός της σκέψης, της πράξης και της στάσης ζωής του μεγάλου αρχιτέκτονα.

Αρκεί να μάθουμε να πιάνουμε και να χρησιμοποιούμε το μαχαίρι, όταν, όπου και όπως πρέπει. Τότε δεν θα μας κόβει. Αντιθέτως, θα είναι για μας ένα πολύ χρήσιμο –τις περισσότερες φορές ειρηνικό- εργαλείο, αλλά και ένα εξαιρετικό έργο τέχνης, με διαρκή αξία για όλη τη ζωή.


[1] Τάσος Μπίρης «Εν Πτήσει. Συνομιλίες για την αρχιτεκτονική. Με τον Τάκη Κουμπή». Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2008.

T.M.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *