Προσωπική μαρτυρία για μια πολύπλευρη προσωπικότητα
Τι είναι αυτό που μας οδηγεί από νωρίς προς ότι στο μέλλον θα αγαπήσουμε, ενόσω ακόμα πραγματικά δεν γνωρίζουμε τί και ποιο πραγματικά είναι;
Σχεδόν ποτέ δεν βοηθούν πιεστικές προτροπές και επίμονες συμβουλές. Αντίθετα, είναι ευτυχής -αν και σπάνια- συγκυρία όταν αυτό το πλησίασμα προκαλείται σχεδόν από μόνο του, ως ενστικτώδης αντανάκλαση που γεννά η αγάπη, το ενδιαφέρον και οι πράξεις κάποιου τρίτου για το ίδιο αντικείμενο αγάπης, ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις που τυχαίνει να εκδηλώνονται πολύ κοντά μας. Τότε, όλα αυτά μαζί, πετυχαίνουν καμιά φορά να μας μεταδώσουν τον παλμό τους, ώστε να συν-κινηθούμε και να νιώσουμε την πρώτη αυτόβουλη επιθυμία να ακολουθήσουμε τον ίδιο δρόμο.
Θυμάμαι μια συμφοιτήτριά μου από το Κουκάκι. Όπως η ίδια μας έλεγε, αποφάσισε να σπουδάσει αρχιτεκτονική γιατί κάτι ωραία κλεμμένα πρωινά που το είχε σκάσει από το σχολείο, έτυχε να παρακολουθήσει στον κοντινό λόφο του Φιλοπάππου ένα σεβάσμιο γέροντα με ψαθάκι να οδηγεί και να διδάσκει κάποιους χτιστάδες πώς να στρώσουν σωστά με πλάκες ένα μονοπάτι. Λίγο αργότερα (όταν ρώτησε) συνειδητοποίησε ότι, χωρίς να το ξέρει, είχε γνωρίσει τον Δημήτρη Πικιώνη.
Είχα τη μεγάλη τύχη και ευτυχία, ενόσω ήμουν ακόμα παιδί, να δεχθώ ταυτόχρονα την πολύτιμη επιρροή από δυο σημαντικές παραπληρωματικές προσωπικότητες που στάθηκαν πολύ κοντά μου. Ήταν τα δυο αδέλφια : ο Κυπριανός Μπίρης ο πατέρας μου (ο μικρότερος) και ο Κώστας Μπίρης, ο θείος μου (αρκετά χρόνια μεγαλύτερος). Και οι δυο αρχιτέκτονες της παλαιότερης γενιάς, που αποφοίτησε από την -τότε νέα- Σχολή Αρχιτεκτόνων της Αθήνας.
Ο Κυπριανός Μπίρης ήταν ο πρώτος που μου μετέδωσε ως ανεκτίμητο δώρο τη φυσική χαρά της αρχιτεκτονικής δημιουργικής πράξης.
Από την άλλη μεριά, ο Κώστας Μπίρης, απέφευγε να περιγράφει τις “χαρές” της αρχιτεκτονικής. Ήταν όμως ο πρώτος που μου μίλησε για τα κακοπαθήματά της, που συχνά προκαλούσε ο εγωισμός και η εμμονή των αρχιτεκτόνων να κάνουν έργο ακόμα και σε βάρος της αρχιτεκτονικής. Είχε στο μυαλό του πάντα την καταστροφή της Αθήνας, μιας πόλης που πολύ αγάπησε και για της οποίας τη σωτηρία πολύ και πολλούς πολέμησε.
Έβλεπα τον Κώστα πολύ λιγότερο από το Κυπριανό. Εντούτοις γρήγορα κατάλαβα ότι ήταν ο πνευματικός αρχηγός των τεσσάρων αδελφών, παρόλο που ήταν ο δεύτερος σε ηλικία. Ήταν το κέντρο αναφοράς που ένωνε την οικογένεια και το οποίο έχαιρε του απόλυτου, ανυπόκριτου σεβασμού της. Παρότι, τόσο ο Μήτσος Μπίρης, όσο και ο Γιώργος Μπίρης υπήρξαν και αυτοί σημαντικά υποδείγματα ανθρώπων και μηχανικών.
Ο σεβασμός όλων προς τον Κώστα ήταν, όχι μόνο του μυαλού, αλλά και της καρδιάς, όπου η επιβολή, ο φόβος, ο φθόνος ή ο ανταγωνισμός δεν είχαν θέση. Σκέφτομαι τώρα ότι αν ο πατέρας μου δεν μου είχε μεταδώσει αυτό τον γλυκίτατο σεβασμό προς τον μεγάλο του αδελφό, όπως ο ίδιος πραγματικά τον αισθανόταν, ίσως να μην είχα μπορέσει ποτέ να πλησιάσω και να κατανοήσω την ασκητική, ολιγόλογη και συχνά αυστηρή προσωπικότητα του Κώστα Μπίρη. Θα είχα χάσει όλη τη λεπτή πνευματικότητα και την κοινωνική της ευαισθησία. Θα είχα επίσης γίνει ένας πολύ διαφορετικός αρχιτέκτονας και ένας πολύ λιγότερο σκεπτόμενος άνθρωπος.
Έτσι έμαθα να την δέχομαι με τις ιδιομορφίες της, με το δικαίωμα της να είναι διαφορετική· να κρίνει· να προτιμά. Και είναι αλήθεια ότι, ανάμεσα στα ανίψια του, που όλα τα αγαπούσε εξίσου, ο Μανώλης Μπίρης, ο οποίος συνέχισε αργότερα την ιστορική έρευνα του Κώστα, ήταν γι’ αυτόν ο πιο αγαπημένος.
Εκεί λοιπόν στο μικρό, λιτό αστικό διαμέρισμα της γνωστής πολυκατοικίας της οδού Ηπείρου 15 (εξαιρετικό έργο του Γιώργου Μπίρη), με τις μοντερνιστικές καταβολές, το μοναδικό εσωτερικό αίθριο και την ωραία μουσμουλιά, δέχθηκα ως συχνός επισκέπτης, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, την επιρροή της πιο πολύπλευρης και ισχυρής προσωπικότητας που είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ποτέ από τόσο κοντά.
Κάθε επίσκεψη ήταν σαν διείσδυση σε ένα πυκνωτή ιστορίας, γνώσης, κυρίως όμως ιδεών. Εκεί επίσης πρωτογνώρισα την σοβαρότητα και τη δύναμη του γραπτού λόγου, καθώς σχεδόν πάντα τον έβρισκα να γράφει απευθείας στη γραφομηχανή του. Δεν έδινε όμως ποτέ την εντύπωση του σκονισμένου βιβλιο-κάνθαρου. Ήταν πάντα ντυμένος με εξαιρετικό γούστο και διασκέδαζε πολύ το γράψιμο του, με ένα αινιγματικό υπομειδίαμα ή με την ανεπαίσθητη σύσπαση συγκρατημένης οργής.
Και ήταν μια πραγματική αποκάλυψη η οργή του. Ήταν πυκνή, ήρεμη, συγκεντρωμένη απολύτως στο σημείο που την προκαλούσε, όπως η λευκή φλόγα της οξυγονοκόλλησης. Τότε ο λόγος του, προφορικός ή γραπτός, γινόταν σαν ξυράφι που έκοβε μέχρι το κόκαλο με κομψές, αλλά βαθύτατες χαρακιές. Δεν τσιγκουνεύτηκε, ούτε καν μπροστά μου, ο Κώστας Μπίρης, ποτέ αυτή την καθαρή ανόθευτη οργή του. Ούτε φοβήθηκε να την κατευθύνει δημόσια σε ονόματα και φορείς που εκπροσωπούσαν δύναμη κοινωνικής και κρατικής εξουσίας.
Πολλές φορές μου εξηγούσε το αντικείμενο του ενδιαφέροντος του με σοβαρότητα, σαν να ήμουν και εγώ μεγάλος, με ένα τρόπο όμως απλό που μπορούσα να καταλάβω. Έτσι πρωτογνώρισα την αξία, αλλά και το βάσανο της πραγματικής, μοναχικής, προσωπικής έρευνας. Που δεν γινόταν για αυτοπροβολή, αλλά για την ικανοποίηση ενός σκοπού με βάθος και διάρκεια. Γι’ αυτό ξεκινούσε πάντοτε από ιδέες προσωπικές, γεννημένες από ένα ανήσυχο, πολύ παρατηρητικό, αλλά και ανατρεπτικό μυαλό.
• Ήταν ιδέες και έρευνες ιστορικές για την Αθήνα, τον Δήμο της, την Πολεοδομία, τα κτήρια και τα τοπωνύμια της.
• Ιδέες και έρευνες για τη γλώσσα και την ετυμολογική προέλευση των λέξεων.
• Ιδέες και έρευνες για την ιστορική προέλευση των ελληνικών φύλλων που ζούσαν ως μειονότητες σε διάφορα σημεία του τόπου, όπως οι Γύφτοι και οι Αρβανίτες. Τους τελευταίους μάλιστα αγαπούσε ιδιαίτερα μιας και ήταν και ο ίδιος (όπως και εγώ) εν μέρει Αρβανίτης, από πατέρα.
• Ιδέες και έρευνες για ειδικές κατασκευές και τεχνικά συστήματα, όπως η ξυλουργική και η επιπλοποιία.
• Ιδέες και έρευνες για λαογραφικού ενδιαφέροντος ζητήματα, όπως ο Ελληνικός Καραγκιόζης.
• Ιδέες και έρευνες για την ιστορία της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και της ίδιας της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π, μιας και είχε με αυτήν μια περίεργη σχέση αγάπης μετά πολλών συγκρούσεων.
Όλα αυτά, ακροθιγώς, μέσα από προσωπικές συζητήσεις αλλά και συζητήσεις με φίλους του (γνωστούς ιστορικούς, λογοτέχνες και διανοούμενους), έρχονταν στα αυτιά μου σαν κομμάτια και αποσπάσματα, σαν ιστορίες που μπορούσα να ακούσω, να κρυφακούσω, ή και να μην ακούσω καθόλου, εφόσον δεν το ήθελα, καθώς έπαιζα λίγο πιο κει με τα περίεργα παλιά αντικείμενα και βιβλία του.
Ξαναφέρνω τώρα στη μνήμη τις άκρες αυτού του αγαπημένου κουβαριού από πρόσωπα και πράγματα ενός παραμυθιού :
• Τον λιπόσαρκο Γεώργιο Καραϊσκάκη να σιγοπεθαίνει στο Φάληρο.
• Την ετυμολογική προέλευση της λέξης «Γύφτος» από τη λέξη «Αιγύπτιος» και όχι από την ξενική λέξη GIPSY.
• Την καταστροφή της Αθήνας.
• Το έργο του Πικιώνη γύρω από την Ακρόπολη.
Όλα αυτά μεταδίδονταν σαν σοβαρές ή πολύ αστείες ιστορίες με μια σπάνια αφηγηματική αλλά και διδακτική ικανότητα. Όμως πάντοτε είχαν και ένα σκληρό νεύρο, ένα κοφτερό συμβολικό νόημα. Καταλάβαινες ότι αυτό ήταν η κορωνίδα τους, καθώς ο ίδιος το έφερνε επίτηδες γυμνό στην επιφάνεια κάνοντας ξαφνικά στην άκρη τη γλύκα του παραμυθιού. Σου αποκάλυπτε έτσι αλήθειες που έπαιρνες μετά μαζί σου όταν έφευγες για να σε βασανίζουν το βράδυ.
Εκεί όμως που σε συνέπαιρνε ήταν όταν έφτιαχνε πράγματα με τα χέρια του. Τα εκφραστικά, λεπτά δάχτυλα δεν χτυπούσαν πια τα κοκάλινα πλήκτρα της γραφομηχανής. Τώρα έκαναν με την ίδια προσοχή μια κατασκευαστική ενέργεια ή χειρονομία. Ας πούμε, συγκολλούσαν ή έκοβαν δυο χαρτόνια. Έκαναν εντύπωση οι πρώτες διερευνητικές κινήσεις του : Έπιανε ανάλαφρα το εργαλείο και το υλικό και τα ένιωθε. Τα δάχτυλα σκέπτονταν, δοκίμαζαν, υπολόγιζαν. Ποτέ με βία, με ελαφρομυαλιά, με τσαπατσουλιά. Η πράξη ερχόταν σε πέρας με απόλυτη τελειότητα. Λες και υπάκουε στα κελεύσματα ενός μάγου.
Διανοούμενος, ιστορικός, λαογράφος, αρχιτέκτονας-πολεοδόμος, μάγος και μοναχικός πολεμιστής, λοιπόν, ο Κώστας Μπίρης δεν έκρυβε τίποτα πίσω του. Δεν είχε καμία αφανή στήριξη από κάποια μορφή εξουσίας, παραεξουσίας ή στοάς.
Και βέβαια γι αυτό παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό, ως μια ακόμα πηγή κρυστάλλινων υπόγειων υδάτων, που κινούνται κάτω από την επιφάνεια και ποτίζοντας την άνυδρη σημερινή εικονική πραγματικότητα μας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το έργο του εξ’ ανάγκης αναφέρεται (ή παραλάσσεται) ως η απαραίτητη βιβλιογραφία κάθε ερευνητικής εργασίας για την ιστορία της Αθήνας, ουδέποτε απετέλεσε ο ίδιος το αντικείμενο έρευνας και αναγνώρισης κανενός από τους πολυπράγμονες ιστορικούς μας.
Όπως συμβαίνει και με τον αδελφό του Κυπριανό. Για λόγους εξίσου «μυστηριώδεις» περιβάλλεται και αυτός, από άκρα του τάφου σιωπή. Ας όψεται γι αυτό η ελαστική, επιλεκτική ή λειψή μνήμη μας.
T.M.
Το κείμενο είναι αδημοσίευτο.