Κυπριανός Μπίρης 1907 – 1990

10 Χρόνια από το θάνατο του πρωτοπόρου πανεπιστημιακού δασκάλου της Αρχιτεκτονικής και της Οικοδομικής Τεχνολογίας του ύστερου ελληνικού μοντερνισμού.

(Άρθρο στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, 10/07/2000)

Είχα την τύχη και την ευτυχία να πρωτογνωρίσω την αρχιτεκτονική (χωρίς καλά καλά να το καταλάβω) ως μέρος ενός όμορφου παιδικού παραμυθιού που ξετύλιγε κάθε τόσο, για χάρη δική μου και του αδελφού μου, ο πρώτος μας δάσκαλος, ο πατέρας μας Κυπριανός.

Η επίδρασή του πάνω μας ήταν βαθιά και για τούτο δύσκολα ερμηνεύσιμη ακόμα και σήμερα. Βλέπετε δεν είναι εύκολο να αξιολογήσει κανείς πραγματικά, και μάλιστα την ώρα που αυτό συμβαίνει, το χαρακτήρα και τα αποτελέσματα της επαφής του με εξαιρετικές προσωπικότητες. Ιδιαίτερα όταν τυχαίνει έτσι κι αλλιώς να είναι δεμένος με σχέσεις αίματος μαζί τους. Γιατί τότε είναι που περισσότερο έχει την τάση να θεωρεί ως αυτονόητες, πνευματικές παροχές, προσφορές και εμπειρίες που η σχέση αυτή αποδίδει εις όφελός του. Έτσι που μόνο όταν αναπόδραστα γεγονότα την διακόψουν, να μπορεί να συλλάβει και να σταθμίσει κάπως τη μοναδική, πολύτιμη αξίας της.

Θυμάμαι λοιπόν τον πατέρα μας να κάθεται τα βράδια ανάμεσα στα δυο κρεβάτια μας, ενώ είμαστε ήδη χωμένοι στις κουβέρτες μας, και να μας λέει ιστορίες και περιγραφές που παίρναμε κατόπιν μαζί μας στον ύπνο μας:

Πώς παράγεται το ξύλο από το δένδρο και μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε έπιπλο, σε σπίτι, σε βιβλίο.

Πώς βγάζουν οι λατόμοι την πέτρα από το νταμάρι. Πώς την σπάνε. Πώς φτιάχνουν με αυτή οι χτιστάδες σπίτια και μάντρες.

Πώς βγαίνει από τις φοβερές στοές των ορυχείων το μετάλλευμα. Πώς λιώνει στο καμίνι και γίνεται μέταλλο. Πώς παίρνει μορφή στο καλούπι.

Πώς σχεδιάζονται και χτίζονται τα νέα σπίτια. Πώς πρέπει να είναι η αρχιτεκτονική τους ελεύθερη από τον ψεύτικο νεοκλασικό διάκοσμο των επάλληλων στρώσεων ετοιμόρροπου σοβά, γαντζωμένου πάνω σε σκουριασμένες πρόκες και κοτετσόσυρμα. Πώς πρέπει η αρχιτεκτονική -όπως και οι άνθρωποι- να δείχνει αυτό που είναι, χωρίς ψεύτικες επικαλύψεις και περιττό πάχος, όπως τα καλογυμνασμένα σώματα των αρχαίων μαρμάρινων αγαλμάτων.

Σκέφτομαι ότι εκείνες τις ήρεμες ώρες, με τη σκέψη μισοξύπνια ή μισοκοιμισμένη, συνενώθηκαν αβίαστα μέσα μας εμπειρίες και βιώματα δυο γενεών τεχνικών, μια και ο πατέρας του πατέρα μας υπήρξε για μεγάλο διάστημα άριστος επιπλοποιός και κατόπιν εμπειροτέχνης κατασκευαστής μικρών κτιριακών έργων. Από αυτά τα βιώματα αποκαλύφθηκαν σε μας για πρώτη φορά, και με φυσικό αφηγηματικό τρόπο, έννοιες που αφορούσαν την κατασκευή, την λειτουργικότητα, την αισθητική. Γεννήθηκε μια τεχνική συνείδηση που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα.

Βέβαια η αρχιτεκτονική, όπως και κάθε άλλο είδος δημιουργίας, δεν μεταδίδεται πάντα έτσι απλά και αυτονόητα από πατέρα σε γιο ή σε κόρη, ούτε ο γιός ή η κόρη ενός αρχιτέκτονα πρέπει ή μπορεί ντε και καλά να γίνει αρχιτέκτονας. Χρειάζεται και μια προσωπική βούληση, και μια επίσης προσωπική βασανιστική σχέση με τα πράγματα μέσα απ’ την οποία καθένας βρίσκει τον εαυτό του. Όμως, στο βάθος υπάρχει πάντα κάτι ή κάποιος που μας βοηθά να ξεκινήσουμε. Και είναι πολλές φορές αυτή η προσφορά τόσο πολύτιμη, που μόνο αν και συ τη μεταδώσεις με τη σειρά σου σε κάποιον άλλο, μπορείς κάπως να την εκτιμήσεις σωστά, και ίσως μέχρις ένα βαθμό να την ξεπληρώσεις.

Είναι φυσικό ότι η γενικότερη διδακτική επίδραση που άσκησε ο Κυπριανός Μπίρης στους αρχιτέκτονες, και μέσω αυτών στην αρχιτεκτονική «άνοιξη» της μεταπολεμικής περιόδου, υπερέβη στο σύνολο της κατά πολύ τη σημασία της πυκνής αυτής προσωπικής σχέσης του με τα δυο παιδιά του. Γιατί ήταν κυρίως η δική
του εξειδικευμένη διδασκαλία, και αυτή των συνεργατών του, που εισήγαγε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων με τρόπο οργανωμένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο για πρώτη φορά την οικοδομική γνωσιολογία της Μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, θεωρημένο μέσα στα πλαίσια της ιστορικής συγκυρίας της εποχής κατά την οποία πρωτοξεκίνησε τη δράση του ως καθηγητής της τότε έδρας της «Οικοδομικής». Και τούτο γιατί η ρήξη του Μοντέρνου Κινήματος με την προϋπάρχουσα τάξη πραγμάτων εκφράσθηκε ταυτόχρονα σε τρία διαφορετικά, αλλά επικοινωνούντα, επίπεδα από τα οποία μόνο εκείνο που αφορούσε ζητήματα αισθητικής έκφρασης απασχόλησε διεξοδικά τους τότε, αλλά και τους κατοπινούς, ιστορικούς και δασκάλους της αρχιτεκτονικής, με εξαίρεση ίσως τον Παναγιώτη Μιχελή. Αντίθετα, για την κοινωνική και τεχνολογική διάσταση της μεγάλης αλλαγής που επήλθε στον τρόπο αντίληψης, κατανόησης και πρακτικής εφαρμογής της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, ακόμα και κατά την ύστερη μοντέρνα περίοδο στα τέλη του ’50, υπήρχε σχετική άγνοια ή συμπτωματικές αναλαμπές ενδιαφέροντος μέσα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων. Γι’ αυτό ήταν καταλυτική, ακριβώς τη στιγμή που απέκτησα σάρκα και οστά, η συνειδητή οργανωμένη διδασκαλία πάνω σ’ αυτό τον άξονα, του Γιάννη Δεσποτόπουλου και του Κυπριανού Μπίρη του πρώτου στην περιοχή των Συνθέσεων και του δεύτερου στην περιοχή της Οικοδομικής.

Ιδιαίτερα ως προς το τελευταίο ζήτημα, που αφορά τη σύγχρονη αρχιτεκτονική τεχνολογία, η διδασκαλία του Κυπριανού Μπίρη λειτούργησε σαν πρώτο συλλογικής χρήσης εκπαιδευτικό εργαλείο που βοήθησε στη μετάλλαξη αυτής της τεχνολογίας από τα παραδοσιακά πρότυπα του κλασικισμού και της φέρουσας τοιχοποιίας του περασμένου αιώνα, προς τα νέα δομικά συστήματα, όπως εκείνα του φέροντος σκελετού από μπετόν, σίδερο και ξύλο, των κελυφών ακόμα και των εφελκυόμενων μεμβρανών. Με την ίδια διορατικότητα δίδαξε επίσης τα σύγχρονα συστήματα κατασκευής του εξωτερικού κελύφους του κτιρίου (ελαφριές αναρτημένες όψεις από μέταλλο και κρύσταλλο, μεγάλα συρόμενα κουφώματα κ.λπ.)

Η διδασκαλία αυτή δεν στηρίχθηκε, ούτε εγκλωβίστηκε στη μηχανιστική μεταφορά στεγνής τεχνολογικής γνώσης, ή σε νεφελώδεις θεωρητικολογίες και ιδεολογήματα. Αντίθετα, ήταν το κρυστάλλινο καταστάλαγμα μιας πολύτιμης ζωντανής προσωπικής εμπειρίας, που είχε σχηματίσει και αποταμιεύσει βήμα προς βήμα από το προηγούμενο πέρασμά του από τους δρόμους της αρχιτεκτονικής εφαρμογής. Επιπλέον είχε την βούληση και ικανότητα να την αναγάγει σε γενικευμένα θεωρητικά σχήματα -συμπεράσματα- ενταγμένα στο πλαίσιο μιας φιλοσοφικής θεώρησής του για την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει η νεοελληνική αρχιτεκτονική στο μέλλον.

Ο Κυπριανός Μπίρης δίδαξε λοιπόν συνειδητά την τεχνολογία (και όχι την τεχνοκρατία) της Μοντέρνας αρχιτεκτονικής γιατί είχε νιώσει βαθιά ο ίδιος μέσα του την ουσία της σε επίπεδο κοινωνικό, αισθητικό και κατασκευαστικό.

Απτό αποτέλεσμα και συμπύκνωση αυτής της επιστημονικής, αλλά και ηθικής θεωρίας του για την αρχιτεκτονική είναι το μεγάλο του σύγγραμμα τριών τόμων και 1300 σελίδων για την σύγχρονη οικοδομική τεχνολογία, που εισήγαγε στην Αρχιτεκτονική του Σχολή ΕΜΠ για πρώτη φορά, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη διδασκαλία των κατασκευαστικών μεθόδων του πρώιμου και ύστερου Μοντερνισμού.

Η ερευνητική αυτή τριλογία («Ξυλεία και ξυλουργική», «Τοιχοποίιαι και συναφείς κατασκευαί – πίνακες φερόντων οργανισμών») παραμένει και σήμερα επίκαιρο εγχειρίδιο και βοήθημα, το οποίο κανένα ανάλογο σε πληρότητα νεότερο σύγγραμμα δεν έχει ακόμα αντικαταστήσει.

Στοιχειοθετήθηκε έτσι μια σύγχρονη, ρεαλιστική, αλλά και υψηλής στάθμης, αρχιτεκτονική κατασκευαστική μεθοδολογία, που μπορούσε ταυτόχρονα να προσαρμοσθεί και στις ανάγκες και δυνατότητες, όχι μόνο των υψηλών, αλλά και των μέσων και κατώτερων στρωμάτων του κοινωνικού συνόλου. Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της μακράς προσωπικής εμπειρίας του, όπως ήδη αναφέρθηκε, από την εφαρμογή μιας αρχιτεκτονικής κοινωνικού και δημόσιου χαρακτήρα, όπως τα νοσοκομεία και άλλα κτίρια κοινωνικής πρόνοιας, που από πολύ νωρίς τον απασχολούσε και η οποία τον κράτησε κάπως μακριά από τα ιδιωτικά έργα.

Ιδιαίτερα η πολυκατοικία της οδού Μπουμπουλίνας, όπου σήμερα στεγάζεται το Υπουργείο Πολιτισμού, έχει σημασία και αξία ιστορική, ως ένα από τα πρώτα ολοκληρωμένα τυπολογικά μοντέλα καθ’ ύψος οργανωμένης συγκατοίκησης, με εσωτερικό κοινόχρηστο υπαίθριο χώρο.

Ήταν λοιπόν μια πολύπλευρη προσωπικότητα ο Κυπριανός Μπίρης, Ως δάσκαλος, ως αρχιτέκτων εφαρμογής και ως ανώτατο διοικητικό στέλεχος του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, του οποίου υπήρξε εκλεγμένος πρύτανης, και της Πολιτείας, ως υφυπουργός Δημοσίων Έργων της Μεταπολίτευσης, μετά τη δικτατορία, υπηρέτησε με επιτυχία την αρχιτεκτονική σε ποικίλες εκδηλώσεις και περιοχές της.

Γι’ αυτό είναι, υπό φυσιολογικές, συνθήκες ανεξήγητο (αλλά ειδικά στον τόπο μας ο οποίος συνηθίζει να τρώει ως Κρόνος τα παιδιά του, πλήρως αιτιολογημένο), το γεγονός ότι τόσο η δική του προσφορά όσο και εκείνη του αδελφού του Κώστα Μπίρη, έγκριτου πολεοδόμου, λαογράφου και ιστορικού της πόλης των Αθηνών, καλύπτεται εδώ και τόσα χρόνια από άκρα του τάφου σιωπή.

Παρ’ όλα αυτά, τέτοιες μοναχικές σημαντικές προσωπικότητες δεν ξεχνιούνται εύκολα. Εξακολουθούμε να τις νιώθουμε κοντά μας όχι μόνο σε επετειακές κοινωνικές εκδηλώσεις, αλλά συνεχώς. Κάθε φορά που κάνουμε ένα σχέδιο ή ένα κτίριο. Κάθε φορά που έχουμε στο νου την αρχιτεκτονική και τη διδασκαλία της.

T.M.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *