Εδώ το σπίτι μας καίγεται και εμείς -ακόμη- αισθητικολογούμε;
(Εισήγηση σε “στρογγυλό τραπέζι” με γενικό θέμα: «Η ελληνική αρχιτεκτονική εν μέσω κρίσεως και μετά από αυτήν». Οργάνωση: Ιστότοπος GREEK ARCHITECTS 16-17-18 Ιανουαρίου 2012)
Θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές αυτών των συζητήσεων, αλλά και να κάνω μια απλή προσωπική δήλωση πριν ξεκινήσω την ομιλία μου.
Δηλαδή, ότι συνειδητοποιώ βαθιά την ουσιώδη διαφορά των τοποθετήσεων από μεγαλύτερους σε ηλικία συναδέλφους (όπως πχ στη δική μου περίπτωση) που προλάβαμε να διαμορφώσουμε την προσωπικότητα και το έργο μας πριν την κρίση, από εκείνες των νεοτέρων, που παλεύουν να κάνουν το ίδιο, βιώνοντας αυτό το , βάσανο πραγματικά στο πετσί, αλλά και στο βαλάντιο τους. Ας τους ακούσουμε λοιπόν με προσοχή.
(1) Κοινωνία και αρχιτεκτονική εν καιpώ πολέμου
Θεωρώ ότι η διεθνής και τοπική κρίση που βιώνουμε έχει από καιρό θέσει όλες τις κοινωνικές δράσεις (ανάμεσα σε αυτές και την αρχιτεκτονική) σε κατάσταση πολέμου.
Δεν γνωρίζω αν η ένταση και έκταση της κρίσης θα είναι ίδια με εκείνη των δύο παγκοσμίων πολέμων που προηγήθηκαν. Γνωρίζω όμως ότι η ηγεμονική χειραγώγηση από άγνωστα «κέντρα» της παγκόσμιας οικονομίας συνιστά και αυτή έναν πολύ αποδοτικό τρόπο για να αλληλοεξοντωθούμε εξίσου μαζικά, αλλά «αναίμακτα».
Δεν γνωρίζω επίσης αν το «κακό» που θα προκαλέσει η τωρινή κρίση θα γεννήσει και κάποιο «καλό», όπως συνέβη με τις προηγούμενες αυτές συρράξεις (πχ. νέα ήθη, νέες κοινωνίες, νέα ρεύματα στην πολιτική, τις τέχνες, την επιστήμη, την αρχιτεκτονική).
Πάντως η ιστορία δείχνει ότι το «ανατρεπτικό» που εκάστοτε αποκαλούμε νέο (και ενδεχομένως «καλύτερο») δεν γίνεται ειρηνικά, κατά τη διάρκεια περιπάτου ανέμελων συζητητών. Αντιθέτως, πληρώνεται ακριβά- συνήθως με αίμα και πόνο από τις κοινωνίες, που είναι ταυτοχρόνως γεννήτορες και αποδέκτες του.
Τέτοια αντίρροπη συζυγία «καλού» και «κακού» ήταν η μέχρι σήμερα μεταπολεμικές καινοτόμες κατακτήσεις μας, καθώς συνδυάστηκαν με τη μονομερή (και στην πλειονότητα της εικονική) υλική ευμάρεια και τον συνακόλουθο άκρατο ευδαιμονισμό, που ως φθοροποιά αντισώματα αλλοίωσαν τη δυναμικότητα και τη ζωντάνια της τότε «νέας τάξης πραγμάτων» προκαλώντας τη σταδιακή κατάρρευση της που σήμερα βιώνουμε μέσω της κρίσης.
(2) Η κρίση σε αναφορά με τον τόπο μας και την αρχιτεκτονική του.
Η ανάγκη προετοιμασίας για το παρόν και το μέλλον.
Νομίζω οτι και αν ακόμη οι μεγάλες δυτικές κοινωνίες ξεπεράσουν την κρίση μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα, μάλλον δεν θα συμβεί το ίδιο και στη δική μας μικρή περιφερειακή επικράτεια. Γιατί εδώ το φαινόμενο προβλέπεται να έχει βάθος και διάρκεια λόγω των ειδικών παραμέτρων που επιδρούν στο χώρο μας, αλλά και τη σχέση του με τους ισχυρούς παράγοντες ενός -σε μεγάλο βαθμό όχι καθαρού- διεθνούς πολιτικό-οικονομικού παιχνιδιού του οποίου δυστυχώς αποτελεί επίκεντρο.
Έτσι, είναι φυσικό ότι η ελληνική αρχιτεκτονική θα υποστεί ανάλογης βαρύτητας μεταλλάξεις εξαιτίας της κρίσης, όσον αφορά την κοινωνική, πνευματική, επιστημονική, καλλιτεχνική και τεχνολογική ουσία της, αλλά και στο καθαρά επαγγελματικό πεδίο δράση της, όπου οι μέχρι σήμερα ισχύουσες προϋποθέσεις προσφοράς και ζήτησης εργασίας ήδη αλλάζουν εκ βάθρων. (πχ. ανεργία -ιδιαιτέρως των νέων, εξαφάνιση μικρών (αλλά και μεγάλων) γραφείων, κυριαρχία επιλεγμένων πολυμελών διεθνών εταιριών κλπ.)
Επομένως, στα ισχυρά διεθνή προπύργια του συστήματος είναι ενδεχόμενο να ξαναδούμε να γίνεται και πάλι πανάκριβη, υπερφίαλη, μορφοπλαστική αρχιτεκτονική, που «υπερίπταται», «αναδιπλώνεται» ή «γυρίζει και σφυρίζει», προκειμένου να αιτιολογήσει το αναίτιο της ύπαρξης της. Μιας και δεν στεγάζει ούτε υπηρετεί πραγματικές ανάγκες και δράσεις του κοινωνικού συνόλου, αλλά είναι κυρίως για να «βλέπεται», ως εικόνα και ως σύμβολο επικυριαρχίας του life-style που τη γέννησε.
Ενώ εδώ (ίσως ευτυχώς, κατά μια ανατρεπτική θεώρηση) αυτό δεν πρόλαβε να γίνει,
παρά μόνο σχεδιαστικά, στις ηλεκτρονικές οθόνες της εικονικής πραγματικότητας.
Αντιθέτως στην πραγματική εντόπια πραγματικότητα, οι ελάχιστες φαντασιακές αυτές ακρότητες που μπόρεσαν να υλοποιηθούν κατά την περίοδο πριν την κρίση δεν ήταν παρά -προσαρμοσμένες στα καθ’ ημάς- απομιμήσεις των προτύπων της συγκεκριμένης ή κάποιας άλλης διεθνούς μόδας. Που τώρα πια (και μόνο για λόγους
οικονομικούς) δεν θα μπορούν -ευτυχώς- να γίνονται. Και ίσως έτσι, στη θέση αυτού του αποχαυνωτικού «πανηγυριού» ίσως ξαναέρθει στο προσκήνιο η πραγματική κοινωνική θεματολογία της αρχιτεκτονικής, που το τελευταίο διάστημα είχε χαθεί από προσώπου γης.
Να ίσως μια πρώτη θετική προοπτική μέσα στη μαυρίλα της κρίσης.
Εντέλει, τα παραπάνω (εξ’ ανάγκης αρκετά σχηματικά) μαζί και με ότι άγνωστο ή αχαρτογράφητο -και πιθανώς πολύ θετικό- συνέβη σε σχέση με την διαμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος στον τόπο αυτό τα τελευταία 50 χρόνια, συνθέτουν την ιστορική εξέλιξη της «Οικοδομής», όπως στην καθομιλουμένη μας ονομάζουμε γενικώς την αρχιτεκτονική (!). ·
Και αυτή η «οικοδομή- αρχιτεκτονική» νομίζω ότι πρέπει -ως φαινόμενο- να αναλυθεί και να τύχει ερμηνείας προκειμένου να γίνουν σκέψεις και κυρίως προετοιμασία για το παρόν και το μέλλον της εν μέσω κρίσεως και μετά από αυτήν.
Και ας μην μας ενοχλεί ο όρος «οικοδομή» ως τάχα υποτιμητικός. Γιατί ειδικά στον τόπο μας, πέραν του ότι η οικοδομή υπήρξε μέχρι σήμερα βασικό στήριγμα της εθνικής οικονομίας, εξακολουθεί να σημαίνει στην κοινή αντίληψη μια επιπλέον αξία κατά πολύ υψηλότερη, ακόμη και από εκείνη της «Αρχιτεκτονικής ως Τέχνης και Επιστήμης για ολίγους». Αξία που αφορά ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού ως σταθερό σημάδι μιας σχεδόν γενικευμένης διαταξικής επιθυμίας, για την (κατά το κοινώς λεγόμενο) «απόκτηση ιδιωτικής στέγης» (αν όχι τέχνης). Φαινόμενο που, συνήθως απλουστευτικά, παρερμηνεύεται ως ένα ακόμη δείγμα των καταναλωτικών συνδρόμων και της τάσης μας για κοινωνική προβολή.
Όμως ο συνδυασμός των λέξεων “Κτήση” -”Ίδια”– “Στέγη”, διαβασμένος σε ένα
άλλο επίπεδο, μπορεί νομίζω να έχει ευρύτερη σημασία.
Υπό αυτή την έννοια, ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι η ισχυρή “επιθυμία” που -όπως ανέφερα- εκφράζουν οι συγκεκριμένες λέξεις
ενεργοποιείται από την ταύτιση της “Στέγης” στο (ευτυχώς ακόμη ζωντανό) συλλογικό μας υποσυνείδητο, με αυτό καθεαυτό το αρχέτυπο του “Κατοικείν”. Εξάλλου, το αρχέτυπο αυτό, ως εκ βαθέων προερχόμενο σύμβολο, συσχετίζει πυκνά την “Στέγη” (τον
κατοικήσιμο χώρο) με τον “Ίδιο” (τον “Εαυτό”) ως άτομο ή ομάδα (καθώς ο Εαυτός μπορεί -και πρέπει- να συμβιώνει με τον “ Άλλο”). Τέλος το αρχέτυπο υποδηλώνει ότι η “Ίδια Στέyη” δεν χαρίζεται εδώ, αλλά αποκτιέται (γίνεται κτήμα) με προσωπικό αγώνα, βάσανο και θυσία.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι αυτή η διαχρονική συλλογική αντίληψη του «Κατοικείν», ως ιδιαίτερο γνώρισμα του τόπου μας, δεν παραπέμπει μόνο στην ικανοποίηση ζωτικών λειτουργικών αναγκών του καθημερινού βίου, αλλά και αναγκών βαθύτατα υπαρξιακών. Πρόκειται μάλιστα για μια ικανοποίηση – ταυτοχρόνως και δικαίωση, που αξίζει να κατακτηθεί από τον καθένα πάση θυσία, έστω και από το υστέρημα των κόπων μιας ζωής• έστω και υπό συνθήκες παρανομίας, καθώς απουσιάζει στον τόπο μας κάθε ουσιαστική κοινωνική μέριμνα γι’ αυτό το σκοπό.
Να γιατί, πάνω στην πλάτη της “οικοδομής-αρχιτεκτονικής” λειτούργησε, αλλά και ”παίχθηκε” εδώ ένα περίεργο μείγμα οραματισμού και αθλιότητας : Από την τελετουργία των “ιερών και οσίων” του συλλογικού θυμικού μας (που εκ φύσεως και με μεγάλη ένταση αποζητά την ισορροπία και ασφάλεια που του λείπει στο πρωτογενές “δοχείο ζωής”) μέχρι και την πιο στυγνή και απροκάλυπτη εμπορευματοποίησή τους. Στην δεύτερη περίπτωση με ευθύνη κυρίως της Πολιτείας.
Τα παραπάνω αποτελούν ενδεικτικό μόνο παράδειγμα του ειδικού νοήματος που είχε μέχρι σήμερα η σχέση του τόπου με την αρχιτεκτονική του, λαϊκή και έντεχνη Και ως τέτοιο, θέτει το γενικό ερώτημα εάν ανάλογες ιδιομορφίες αυτής της σχέσης πρέπει να διατηρηθούν ή να απορριφθούν σε μια διαδικασία συλλογικής προετοιμασίας μας για τα μελλούμενα. Προετοιμασία που θα λειτουργήσει και ως αντίδοτο στο φόβο και την απραξία που προκαλεί η κρίση.
Προσωπικά πάντως, θεωρώ ότι η εντόπια εκδοχή της κρίσης φέρνει νομοτελειακά στο προσκήνιο την ανάγκηενός ολικού επαναπροσδιορισμού αυτής καθεαυτής της ουσίας της αρχιτεκτονικής. Δηλαδή τι είναι η αρχιτεκτονική σήμερα, γιατί και για ποιους χρειάζεται να γίνεται εδώ. Και αυτά τουλάχιστον τα βασικά, καλό είναι (ήδη από χτες) να τεθούν στο κέντρο του ατομικού και συλλογικού προβληματισμού.
Αλλά και αυτή καθεαυτή η έννοια του “Τόπου” χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί. Καθώς το νόημα της εδώ και χρόνια στρεβλώνεται πραγματικά και εννοιολογικά, τόσο από τους εικονολάτρες εραστές αποκλειστικά των ωραίων βουνών, των θαλασσών, των “αρχαίων” (γενικώς) και της “λαϊκής παράδοσης” του τσαρουχιού και της ρόκας, όσο και από τους (επίσης εικονολάτρες) εραστές αποκλειστικά της διεθνούς μόδας, που θεωρούν κάθε τι τοπικό ως άτοπο(!)
Σήμερα δηλαδή νομίζω ότι χρειαζόμαστε νέες ερμηνείες του τόπου, κάθετα αντίθετες με την εδραιωμένη αντίληψη (συνεχώς κυρίαρχη από τη μεταπολίτευση και πέρα) που τον υποβίβασε σε θέαμα και εικόνα αποκλειστικά προς επιχειρηματική αξιοποίηση.
(3) Η «οικονομία» (με την ευρεία έννοια) ως γενετικό χαρακτηριστικό του
τόπου και της αρχιτεκτονικής του.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ριζικής αλλαγής νοοτροπίας όσον αφορά τον τόπο ως κοινή και κύρια αξία, σημαντικό θέμα είναι η οικολογική προστασία του από τις καταστροφές που η προηγούμενη αγοραία κατάσταση και η “αρχιτεκτονική” της, του προκάλεσαν. Και τούτο φέρνει νομίζω στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας τον παράγοντα “οικονομία” υπό την ευρεία του έννοια.
Δηλαδή, οικονομία, όχι μόνο όσον αφορά την κραυγαλέα “παραδοσιόπληκτη” ή “εκσυγχρονιστική” μορφοπλασία, αλλά και μέγιστη οικονομία όσον αφορά τη μη αναστρέψιμη οικοδομική επέμβαση στο φυσικό περιβάλλον• τέλος, οικονομία στην ανεξέλεγκτη διαφυγή και απώλεια ενέργειας, κυρίως μέσω αξιοποίησης χαμηλού κόστους παθητικών συστημάτων. Και φυσικά αυτή η ειδική σχέση της αρχιτεκτονικής με τον τόπο και την οικολογική του προστασία νοείται αποκαθαρμένη από γνωστές πονηρές παραμορφώσεις. Συγκεκριμένα, εννοώ εκείνες τις “πρασινόμαυρες” που προσβλέπουν στην κερδοσκοπική αξιοποίηση και αυτής ακόμη της γνήσιας κοινωνικής ανάγκης, μέσω της αναγωγής της σε απλουστευτικό (αλλά και με μεγάλη επιθετικότητα) παραπειστικό σύνθημα της επικαιρότητας.
Σε αυτό το νέο επαναπροσδιορισμό του μεταφυσικού, αλλά και πραγματικού
«νοήματος του τόπου» και της αρχιτεκτονικής του, είναι νομίζω αναγκαία -ιδιαιτέρως εν μέσω κρίσεως- η θεώρηση και εφαρμογή της «οικονομίας» ακόμη και στο απολύτως πρακτικό επίπεδο, δηλαδή εκείνο της πραγματικής εξοικονόμησης κόστους κατασκευής και λειτουργίας. Καθώς αυτό ειδικά το ζήτημα θεωρήθηκε κατά την πρόσφατη -προ κρίσεως- περίοδο (από γνωστούς “κύκλους” οπαδών της “αρχιτεκτονικής ως καθαρής τέχνης”) ως απολύτως δευτερεύον(!).
Είναι λοιπόν ίσως ώρα να θυμηθούμε ότι στον τόπο αυτό η ζωή και η αρχιτεκτονική δεν υπήρξαν ποτέ βολικές και εύκολες, όπως έχω ξαναγράψει. Οι άνθρωποι εδώ δημιούργησαν -και δημιούργησαν πολλά- όχι από το πλεόνασμα χρήματος και μέσων, αλλά από το υστέρημά τους. Δεν είχαν δηλαδή να δώσουν παρά ψυχή, μυαλό και εργασία για να επιβιώσουν. Και το έκαναν.
(4) Με βλέμμα και μυαλό ανοιχτό προς τον Τόπο και τον Κόσμο.
Εντέλει, νομίζω ότι δεν πρέπει ούτε να βυθιστούμε στην εντόπια αρχιτεκτονική μοναδικότητα και μοναξιά μας, αλλά ούτε και να “ανυψωθούμε” ως θαυμαστές μιμητές της διεθνούς φαντασμαγορικής αρχιτεκτονικής του πανάκριβου θεάματος.
Αντιθέτως, ας θυμηθούμε ότι η ιστορία έχει δείξει πως το πλησίασμα της αρχιτεκτονικής στον πραγματικό και όχι εικονικό κοινωνικό χώρο, και η προσαρμογή των διεθνών αρχιτεκτονικών ρευμάτων (την διδακτική αξία των οποίων κανείς φυσικά δεν αρνείται), στις ειδικές συνθήκες κάθε τόπου όπου αυτή πραγματοποιείται, καθώς και στις αιτίες για τις οποίες ο τόπος πραγματικά την χρειάζεται, είναι βασικά και αναγκαία χαρακτηριστικά της ίδιας της φύσης της αρχιτεκτονικής.
Επανερχόμενος στο θέμα της οικονομίας πιστεύω ότι:
-δεν χρειάζεται η αρχιτεκτονική περισσότερο κόστος π. χ. για να βρει τη σωστή της θέση πάνω στην γη, καθώς και τη σχέση της με τις άλλες αρχιτεκτονικές που συγκροτούν την πόλη
– δεν χρειάζεται το ακριβότερο, αλλά το σωστότερο υλικό για να γίνει καλή αρχιτεκτονική
– δεν συνεπάγεται περισσότερο κόστος η αξιοποίηση του φωτός και της σκιάς• της διαφάνειας και της αδιαφάνειας• του κενού και του πλήρους• του ρέοντος και οριοθετημένου χώρου. Αρκεί να γίνονται όλα αυτά με εναίσθηση, έμπνευση και γνώση, σωστή χρήση της καλής αναλογίας, των σωστών μεγεθών και διαστάσεων. Γιατί ειδικά αυτές οι μεγάλες αρχιτεκτονικές αξίες διατίθενται ελευθέρως και σχεδόν ατελώς.
Για παράδειγμα, μια τέτοια ευρεία αλλά ταυτοχρόνως και πολύ ειδική αντίληψη για την “οικονομία” διατρέχει την πρώιμη και ύστερη μοντερνιστική περίοδο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, από το 1920-1930 έως την γενικευμένη πολιτισμική “άνοιξη” του 1960.
Ήταν τότε που ιστορικά καταξιωμένοι Έλληνες αρχιτέκτονες έκαναν θαύματα υψηλής Τέχνης και Εmστήμης με απλή αλλά και ευρηματική χρήση του κοινού σοβά, του σκυροδέματος, του ξύλου και του γυαλιού (όλα υλικά του εμπορίου ή της διπλανής μάντρας)• ή με τη χρήση απλών μεταλλικών διατομών και σωλήνων της ελληνικής(!) βιομηχανικής παραγωγής• με απλούστατα συνθετικά και κατασκευαστικά συστήματα, για χρήση του κοινωνικού συνόλου και όχι μόνο των ολίγων .
Αυτά τα απλά, χρήσιμα και διαρκούς (ποιοτικής και όχι οικονομικής) αξίας συνθετικά εργαλεία της αρχιτεκτονικής, είναι βέβαιο οτι μπορούν να συμβάλλουν και στους σημερινούς, οικονομικά δύσκολους καιρούς, ώστε, παρά την κρίση, να γεννηθούν και πάλι νέες αρχιτεκτονικές ιδέες. Που να στηρίζονται γερά στη γη (δηλαδή στην πραγματικότητα) και την ίδια ώρα να ελαφροπατούν προς την υπέρβασή της.
Τέλος, ελπίζω ότι η κρίση ίσως επιβάλλει εκ των πραγμάτων οικονομία, πυκνότητα, στερεότητα και ευκρινείς στοχεύσεις, όχι μόνο στην αρχιτεκτονική εφαρμογή, αλλά και στην αρχιτεκτονική σκέψη και τον λόγο για την αρχιτεκτονική.
– Οικονομία λοιπόν στα υπερφίαλα εννοιολογικά και γλωσσοπλαστικά αρχιτεκτονικά γυμνάσματα για ολίγους.
– οικονομία στις ακατάσχετες περί την αρχιτεκτονική κενολογίες, στο πνευματικό “τίποτα” του α-πολιτικού, α-τοπικού, αντικοινωνικού εγωκεντρισμού, του ανέμελου “anything goes” και της αναίτιας λεκτικής και υλικής σπατάλης που ήταν προάγγελοι του σημερινού αδιεξόδου.
(5) Η ανάγκη στοιχειώδους αυτοκριτικής
Ειδικά λοιπόν λόγω της κρίσεως, ως (προσωρινοί μόνο) “οπισθοδρομικοί πρωτοπόροι”(!) -όπως έχω ήδη ξαναγράψει- ας επιστρέψουμε, για να συνεχίσουμε από εκεί που η ιστορική εξέλιξη της νεότερης αρχιτεκτονικής μας (γερά ριζωμένη στον τόπο καθώς και στα -τότε- πιο σύγχρονα διεθνή ρεύματα) διεκόπη βιαίως από τη δικτατορία. Aλλά -ανοήτως- και από την μεταπολίτευση. Καθώς η τελευταία προτίμησε, αντί γι’ αυτή την εξέλιξη, την μίμηση των καταναλωτικών προτύπων του μεταμοντερνισμού, κυρίαρχων έκτοτε στο διεθνές και τοπικό σκηνικό. Αν αυτή η “συνέχεια” είχε αφεθεί να λειτουργήσει, ίσως σήμερα να είχαμε πολύ στερεότερη υποδομή για νέους απρόβλεπτους αρχιτεκτονικούς προσανατολισμούς.
Και αντί να προσπαθούμε βολικά να απενοχοποιήσουμε τον (προ-κρίσεως) life-style εαυτό μας, μεταμορφώνοντας τον ταχυδακτυλουργικά σε όψιμο ευαγγελιστή της “κοινωνικής αρχιτεκτονικής” και μάλιστα ως θεωρημένης -τάχα- “δοχείου ζωής”, προτιμότερο είναι να εγκύψουμε με αυτοκριτική διάθεση στα πεπραγμένα μας των προηγούμενων ετών:
– Στα όσα γράψαμε ή είπαμε κατά το διάστημα αυτό για την αρχιτεκτονική
– Στο τι, πώς και πού χτίσαμε
– Στο τι διδάξαμε και σε ποια πρότυπα κατευθύναμε τη νέα γενιά
– Στο εάν και πόσο επίμονα υποστηρίξαμε ότι η αρχιτεκτονική είναι (ανάμεσα σε άλλα βασικά) και δημόσια, συλλογική κοινωνική δράση. Δηλαδή στο ότι αναφέρεται στην κοινωνία και κρίνεται από αυτήν ή στο ότι είναι κλειστή προσωπική υπόθεση του αρχιτέκτονα με μοναδικό κριτήριο το “γιατί όχι” και το “μου αρέσει-δεν μου αρέσει” πανάκριβων αισθητικών νευρώσεων και εμμονών του …
Γιατί κάθε γνήσια αλλαγή -ιδιαιτέρως σε συνθήκες κρίσης- προϋποθέτει την καταβολή και ενός ανάλογου τιμήματος. Όπως είναι –τουλάχιστον – η βάσανος της ουσιώδους επανεκτίμησης προηγούμενων σκέψεων και πράξεων.
Και όταν καταβληθεί το αναγκαίο τίμημα, συμπληρωθεί ο “αναγκαίος δημιουργικός χρόνος” και γίνει η επίπονη ζύμωση με τα πραγματικά προβλήματα του τόπου, ως μέρος του κόσμου, τότε ίσως βρούμε δρόμους “καλών καγαθών” νέων αρχιτεκτονικών για το παρόν και το μέλλον. Τότε που η κρίση μπορεί να είναι πια παρελθόν.
T.M