Για το Μουσείο της Ακρόπολης

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων “αρχιτέκτονες”, τ.65 – περίοδος Β’, 09-10/2007)

Εξοργισμένος παρακολουθώ επί μέρες την -τουλάχιστον- προσβλητική στάση της μερίδας των αρθρογραφούντων υποστηρικτών της πρότασης για το “Νέο Μουσείο της Ακρόπολης”, το οποίο ήδη κατασκευάζεται, απέναντι σε καθηγητές και καθηγήτριες της Σχολής μας που αντιτίθεται σθεναρά στο «ξεδόντιασμα» της πόλης για χάρη του έργου του κ. Τσουμί.

Παίζουν οι πρώτοι ξανά το γνωστό παιχνίδι που χωρίζει βολικά τις «παλιές», ξεπερασμένες, συντηρητικές νοοτροπίες, από τις “νέες”, εκσυγχρονιστικές, ελπιδοφόρες, που καλούνται να χτίσουν το μέλλον μας, για εμάς, χωρίς εμάς. Γι’ αυτό και ανιχνεύει κανείς στο λόγο τους έναν τόνο a priori βεβαιότητας και επικυριαρχίας. Ίσως γιατί εκφράζουν και τις επιθυμίες του ισχυρότατου πολιτιστικό-πολιτικού κατεστημένου που διατρέχει οριζοντίως το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, ρυθμίζοντας, εν αγαστή εσωτερική ομόνοια, την τύχη της.

Από πλευράς μου θεωρώ ότι το διακύβευμα της αντιπαράθεσης έχει κακώς εγκλωβισθεί αποκλειστικά στο εάν η αξία των κτιρίων που προτείνεται να γκρεμισθούν (και τα οποία πιστεύω ότι πρέπει να παραμείνουν ως διατηρητέα) είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από την αξία της πανοραμικής θέας του Παρθενώνα.

Αντιθέτως, το πρόβλημα είναι ένα και μόνο: Η ακαταλληλότητα της ίδιας της αρχιτεκτονικής πρότασης που υλοποιείται. Δέσμια της ιδέας της, είναι φυσικό ότι επιχειρεί να επιβάλλει την ατοπικότητα, τη μοναχικότητα και την επιθετικότητά της σε ο,τι την περιτριγυρίζει, ακόμα και στο ίδιο το μνημείο, σαρώνοντας τα πάντα γύρω της.

Στην ουσία πρόκειται για μια προσωπική νεύρωση επιβεβαίωσης του αρχιτέκτονα μέσω της επιβολής του έργου του (συνήθη στην εγωκεντρική εποχή μας). Και τη νεύρωση αυτή προσπαθεί τώρα αυτός να παρουσιάσει ως θέσφατη, πάνδημη διεθνή και τοπική επιθυμία και αναγκαιότητα, που πρέπει πια οπωσδήποτε να ικανοποιηθεί. Εδώ όμως δεν πρόκειται πια για σχέδια, αλλά για κτίριο που υλοποιείται, και γι’ αυτό θα γεννά στο διηνεκές τεράστια προβλήματα ένταξης στον πολεοδομικό ιστό, που δεν θα παρουσιάζονταν ακόμα και σε ασκήσεις 6ου εξαμήνου σπουδών αρχιτεκτονικής.

Αυτό το γουρλωτό απρόσκοπτο κοίταγμα προς το αρχαίο μνημείο δεν χρειάζεται. Κι ας λέει ο αρχιτέκτονας ότι το ζητά η λύση. Γιατί εμείς τουλάχιστον, έχουμε δει (αλλά και νιώσει βαθιά) μέσα από συστοιχίες τοπικών μικρών ανοιγμάτων και “κάδρων” που δημιουργούν -για παράδειγμα- οι δρόμοι και οι πλατείες των χωριών των νησιών μας, την απεραντοσύνη όλου του Αιγαίου, χωρίς να διανοηθούμε να ξεριζώσουμε σπίτια, δημαρχεία και εκκλησίες, ούτε καν ένα στάβλο.

Υπενθυμίζεται επίσης ότι, ακόμα και το πολυσυζητημένο τεράστιο “Μάτι του Κύκλωπα” προς τον Παρθενώνα, που βραβεύθηκε σε προηγούμενο διαγωνισμό, αποδείχθηκε πιο οικονομικό απέναντι στη την νεύρωση της “απόλυτης θέας”, που επιβάλλεται από τούτη την άστοχη και αστόχαστη “μεγάλη” αρχιτεκτονική.

Δεν τιθασεύονται όμως τώρα πια τώρα με κριτικές παρεναίσεις οι “απαιτήσεις” που μας υπαγορεύουν οι τεράστιες μονοκόμματες γραμμές της ατοπικής βίαιης στερεομετρίας του υλοποιημένου πια αυτού κτιρίου; Η εγγενής ατοπικότητα του αποκλείει την φυσική σχέση του με το περιβάλλον του. Τι να σου κάνει πια το καημένο το νεοκλασικό του Κουρεμένου καθώς δέχεται αυτήν την εξουθενωτική πίεση; Κανονικά ο μεγάλος μαϊστορας, όχι μόνο δεν έπρεπε να απαιτεί την κατεδάφισή του, αλλά αντιθέτως έπρεπε να επιζητεί την διατήρησή του. Γιατί μέσα από τη συνύπαρξη με το παλιό κτίριο αποκτά η άκαμπτη αρχιτεκτονική του ένα στοιχειώδες σημάδι ανθρωπιάς.

Εντούτοις, εμείς βραβεύσαμε (με πολλούς επαίνους) τη συγκεκριμένη πρόταση. Δεν ωφελούν λοιπόν τώρα τα άσφαιρα και άκαιρα λόγια και οι γενικές θεωρίες. Ας κρίνουμε την αρχιτεκτονική προβλεπτικά, με σοβαρότητα, γνώση και πολλή σκέψη. Για το ποια αρχιτεκτονική θέλουμε και θεωρούμε ότι μας αξίζει.

Και ας γίνεται αυτό, όχι κατόπιν εορτής, αλλά έγκαιρα. Πρωτίστως μέσω των ειδικών θεσμικών διαδικασιών με τις οποίες η Δημόσια
αρχιτεκτονική υπεύθυνα κρίνεται, συγκρίνεται με άλλες και εντέλει αξιολογείται. Πριν βραβευθεί και υλοποιηθεί, για να μας καπελώνει πια με “βούλα και κερί” τα επόμενα 400 χρόνια. Ενώ “εμείς (ανώφελα) θα άδωμεν”. Εμείς οι ίδιοι, που τόσες φορές έχουμε πετάξει το Άξιο στα σκουπίδια για χάρη του μεγάλου, του εντυπωσιακού και του διάσημου.

T.M.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *