Μια αδιευκρίνιστη φάση της αρχιτεκτονικής διαδικασίας
(Εισήγηση σε ημερίδα για την αρχιτεκτονική κριτική στο “Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης”. Θεσσαλονίκη 21/05/2010. Οργανωτής: Κοσμητεία Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Παρατηρώ γενικότερες μεταλλάξεις στον τρόπο που πια ομιλούμε και -κυρίως- συνομιλούμε για τα κοινά. Από τα πιο ασήμαντα και καθημερινά μέχρι τα σημαντικά, ακόμη και τα “ιερά και όσια”, που λέει ο λόγος.
Κάνει εντύπωση πόσο μεγάλη πέραση έχει η “ευρηματική ατάκα”, η εντυπωσιακή “εξυπνάδα” της στιγμής. Επιπλέον “κολλά καλά” (όπως έλεγε παλαιότερη επιτυχημένη διαφήμιση γνωστής κόλλας). Δεν χρειάζονται παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα για να τη σκεφτείς, και άλλα τόσα για να την εκστομίσεις, ώστε να ακολουθήσει αυτομάτως και το “κόλλημα” του αντιπάλου στον τοίχο. Όμως η ουσιώδης αντίκρουση, της “ατάκας” ή της “εξυπνάδας”, ως καθαρό, στέρεο και ολοκληρωμένο σκεπτικό, μπορεί να χρειασθεί πολύ χρόνο και κόπο. Άσε που συχνά δεν “κολλά καλά” στις γνωστές κοκορομαχίες. Ίσως αυτοί να είναι και δυο από τους λόγους που έχουμε πλεόνασμα από ατάκες, και απελπιστικό έλλειμμα από ουσιώδεις κριτικές σκέψεις.
¤ Θα ήθελα να συνεχίσω με δυο εισαγωγικές αυτοδεσμευτικές “δηλώσεις” που τίθενται ως βάση εκκίνησης όσων στη συνέχεια θα αναπτύξω:
(α) Πιστεύω ότι η αρχιτεκτονική, ακόμη και η πιο ιδιωτική, είναι εκ της φύσεώς της (ως σκέψη και πράξη) ανοιχτή και δημόσια. Αφορά και επηρεάζει προς το καλύτερο ή το χειρότερο, όχι μόνο τον ιδιοκτήτη της, αλλά και την κοινωνία. Και για αυτό πρέπει και χρειάζεται να κρίνεται διαρκώς από αυτήν.
(β) Προτιμώ την πιο άδικη, ακόμη και βίαιη κριτική, από τη Σιωπή. Όχι τη σιωπή της φυσικής επιφυλακτικότητας που προηγείται της κατανόησης ενός θέματος, αλλά την προαποφασισμένη, μουλωχτή, φοβική σιωπή του “.. γιατί να μπλέκω τώρα;” ή την ωφελιμιστική σιωπή του “ας κλέψουμε στη ζούλα ό,τι μπορούμε από τις ιδέες του άλλου χωρίς να πληρώσουμε το λογαριασμό”.
Αυτή λοιπόν η θανατερή σιωπή είναι νομίζω ακόμη χειρότερη και από το θορυβώδες πάρε-δώσε της “ατάκας”. Επιπλέον είναι ίσως από τα πιο χαρακτηριστικά σημάδια της αντικοινωνικής, εγωκεντρικής κοσμο-αντίληψης που επικρατεί και πνίγει εν τω γεννάσθαι (όπου της δοθεί η ευκαιρία) το δημιουργικό έργο.
¤ Εντούτοις, και παρά τη σιωπή, αρχιτεκτονική κριτική (έστω και σχετικά περιορισμένη, έστω και ελλειμματική) ευτυχώς γίνεται. Διατυπώνεται -επίσης ευτυχώς- από ποικίλες κοινωνικές ομάδες και άτομα και αναλόγως χαρακτηρίζεται από διαφορετικά σημάδια και γνωρίσματα ως προς το πεδίο όπου κινείται και τον τρόπο, τα κριτήρια και τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, επιβεβαιώνοντας το ευρύ φάσμα κοινωνικού ενδιαφέροντος για την αρχιτεκτονική. Και ακριβώς επειδή πρέπει να σπάσει ο κύκλος της σιωπής και να εθισθούμε στην γόνιμη δημόσια συνομιλία (τόσο οι αρχιτέκτονες, όσο και ο κοινωνικός χώρος) χρειάζεται, πρώτοι οι αρχιτέκτονες, να μην αγνοούμε την κριτική ούτε να την υποτιμούμε, απ’ όπου και εάν προέρχεται, όπως και εάν διατυπώνεται. Αντιθέτως, καλό είναι τουλάχιστον να την ακούμε και να τη σεβόμαστε. Να διδασκόμαστε από αυτήν και κυρίως να απαντούμε σε ο,τι μας καταλογίζει. Γιατί πρέπει επιτέλους να υπάρξει ευρύς κοινωνικός διάλογος με αφορμή τα έργα μας, τόσο μεταξύ μας, όσο και με τους αποδέκτες τους. Και για να γίνει αυτό είναι χρήσιμο να αναλύσουμε με ψυχραιμία και αυτογνωσία το, -μέχρις ώρας αδιευκρίνιστο- φαινόμενο της κριτικής, ως αναγκαία φάση της αρχιτεκτονικής διαδικασίας (μάλιστα με τις ιδιαιτερότητες με τις οποίες παρουσιάζεται στον τόπο μας).
¤ Στο πλαίσιο λοιπόν μιας τέτοιας πρότασης (στην προκειμένη περίπτωση αναγκαστικά σχηματικής και σύντομα διατυπωμένης ας ξεκινήσω από ένα -γενικώς υποτιμημένο- είδος κριτικής. Προέρχεται από το χώρο που οι “πεφωτισμένοι” αποκαλούν υποτιμητικά “άσχετο” περί τα αρχιτεκτονικά ζητήματα. Περιλαμβάνει τους μη γνώστες (ούτε καν τους “ενημερωμένους”). Είναι οι απλοί πολίτες που κρίνουν επί τόπου του έργου, πέφτοντας πάνω του τακτικά ή κατά τύχη. Εκφράζουν την κριτική τους συζητώντας με φίλους τους ή και μονολογώντας (!). Υπό αυτές τις απλές καθημερινές συνθήκες ο λόγος τους είναι συνήθως άμεσος, με κύριο κριτήριο αυτό που έχουν συνηθίσει να θεωρούν “σωστό” ή “φυσικό”. Και για αυτό έχει μια πηγαία αγνότητα, καθώς εκπροσωπεί κυρίως τον εαυτό τους και όχι οργανωμένες ομάδες ή συμφέροντα τρίτων. Δηλαδή είναι μια άμεση φυσική προσωπική αντίδραση απέναντι στην αρχιτεκτονική, απαλλαγμένη από υποδόριους στόχους και στρατηγικές.
Εντούτοις έχω παρατηρήσει ότι όλα αυτά αλλάζουν δραματικά όταν το μικρόφωνο κάποιου ΜΜΕ χώνεται πιεστικά και χωρίς προειδοποίηση κάτω από τη μύτη του πολίτη που τότε συνειδητοποιεί ότι τον βλέπει και τον ακούει όλη η επικράτεια. Όποτε, ξαφνιασμένος, αναγκάζεται “να βάλει τα καλά του”! και να μιλήσει και αυτός με ξύλινη γλώσσα.
Σέβομαι τον “ανώνυμο” αυτό κόσμο που υφίσταται και χρησιμοποιεί υποχρεωτικά τη δημόσια αρχιτεκτονική, ενώ δεν έχει πεισθεί από κανένα και τίποτε ότι του ανήκει. Με νοιάζει πολύ η κακή και η (σπανιότερα) καλή κριτική του. Όχι για να υπακούσω ντε και καλά σε αυτήν, αλλά γιατί μου δείχνει κατά κάποιον τρόπο που στέκω ως διανοούμενος και δημιουργός μέσα στο φάσμα, από το συν έως το πλην άπειρο, του πραγματικού (και όχι εξιδανικευμένου) κοινωνικού χώρου. Και έτσι νομίζω ότι με βοηθά να ελέγξω για το καλό ή το κακό την σκέψη και την πράξη μου. Να εισαγάγω σε αυτές ένα “κοινό μέτρο”. Αυτή λοιπόν η κριτική είναι για μένα η πιο δύσκολη, και γι’ αυτό στέκω απέναντί της αμήχανος, με ελάχιστα επιχειρήματα, καθώς δεν θέλω εκείνες τις δύσκολες ώρες να “διορθώσω¨τις κρίσεις της ως δάσκαλος ή ως επαΐων. Αισθάνομαι ότι το μόνο ίσως που κάποιες φορές μπορώ να της αντιτείνω είναι ότι “κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε, με πολλή δουλειά. Και ο χρόνος θα δείξει..” Ή να εξηγήσω κάτι εάν ερωτηθώ.
¤ Ένας άλλος χώρος που επίσης κρίνει την αρχιτεκτονική (και όχι μόνο) είναι φυσικά η Elite των “ενημερωμένων”, φίλων, οπαδών, προστατών -προαγωγών της, που κινούνται περί αυτήν, ενώ σπανίως αγγίζουν τον πυρήνα της. Αν και σχετικά ολιγάριθμοι, είναι όμως συχνά πανίσχυροι λόγω των προσβάσεών τους στους μηχανισμούς της δημόσιας ενημέρωσης. Έτσι, συνειδητά ή ασυνείδητα λειτουργούν ως κύριοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, άλλοτε για το καλό και άλλοτε για το κακό της αρχιτεκτονικής. Και τούτο, παρότι κατά το πλείστον είναι μη αρχιτέκτονες. Πρέπει να πω εδώ ότι η ημιμάθεια μερικές φορές ενδέχεται να είναι πιο επικίνδυνη και από την πλήρη αμάθεια.
Θυμίζω ότι στην παραπάνω ομάδα, εξέχουσα θέση έχουν οι παντογνώστες τακτικοί σχολιαστές της αρχιτεκτονικής. Μερικοί εξ’ αυτών (κατά το πτυχίο αρχιτέκτονες) δεν υπηρετούν όμως ούτε την πράξη και εφαρμογή, αλλά ούτε και την πραγματική θεωρητική ανάλυση. Νέμονται ένα δικό τους ασαφή ενδιάμεσο μη-χώρο, διατυπώνοντας κατ’ αναλογίαν και το σχολιασμό τους. Σχολιασμό δυστυχώς -πλην εξαιρέσεων- αποδομικό, ασπόνδυλο, επαμφοτερίζοντα, χωρίς πίστη, ρίζα ιδεολογία και μεθοδολογία. Σχολιασμό τον οποίο φαίνεται να ενεργοποιεί, όχι η έγνοια για το δημιουργικό έργο (αρχιτεκτονικό ή οποιοδήποτε άλλο) αλλά το στερητικό σύνδρομοπου χαρακτηρίζει την ιδιόμορφη σχέση τους με αυτό. Σχέση που, εντέλει, κάνει κακό τόσο στο έργο που κρίνουν, όσο και στους ίδιους.
¤ Παραπλήσιος με τον προηγούμενο χώρο ως προς τη διεισδυτικότητά του στα ΜΜΕ, αλλά και με πολύ πιο άμεση σχέση με την εξουσία (ακόμη και την εκτελεστική) είναι ο χώρος των πολιτικών, πολιτευτών και πολιτικολογούντων, που επίσης με ένταση κρίνουν την αρχιτεκτονική. Τι άραγε να πει κανείς για την αισθητική (ή οποιαδήποτε άλλη) αντίληψη, όσον αφορά την αρχιτεκτονική και την τέχνη, των περισσοτέρων από αυτά τα περίεργα άτομα που και αυτά, ως παντογνώστες αλλά και παντοκράτορες, ρυθμίζουν τις τύχες μας. Εδώ σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά σε σχέση με τα κριτήρια, τη μεθοδολογία, τη συνέπεια, τους σκοπούς της κριτικής! Και μόνο οι απίστευτες “τούμπες” διαχρονικών πολιτικών τακτικισμών όσον αφορά π.χ. τη χρήση του περίφημου “Μητροπολιτικού Πάρκου στο Ελληνικό” δίνουν το μέτρο αυτής της κινούμενης άμμου, από την οποία φυσικά δεν απουσιάζουν και πολιτικολογούντες αρχιτέκτονες.
Τέλος (και παρότι καθόλου δεν πρέπει να λειτουργεί ως μοναδική κατευθυντήρια δύναμη) έχει μεγάλη σημασία και χρησιμότητα ο κριτικός λόγος των -κατά τεκμήριο- ειδικών και υπευθύνων. Δηλαδή των ίδιων των αρχιτεκτόνων, θεωρητικής κατευθύνσεως, πρακτικής εφαρμογής και δασκάλων της αρχιτεκτονικής. Εντούτοις τα πράγματα δείχνουν ότι για πολλές και ποικίλες αιτίες (και όχι χωρίς ευθύνη των ιδίων) ο λόγος τους δεν έχει τη συχνότητα, τη δυναμική, την πειστικότητα και διεισδυτικότητα που κανείς θα υπέθετε ότι του αναλογούν.
Παρόλα αυτά πολλοί αρχιτέκτονες έχουν κατά καιρούς διατυπώσει (και διατυπώνουν) δημοσίως τολμηρές κριτικές και αυτό-κριτικές σκέψεις για την επιστήμη και τέχνη που υπηρετούν, συχνά στηριγμένες σε εμπειρία και γνώση του αντικειμένου (σε επίπεδο ιστορικό, ιδεολογικό, κοινωνικό, πολεοδομικό, αισθητικό, λειτουργικό, κατασκευαστικό, οικονομικό) με χρήση δόκιμης επιστημονικής γλώσσας και ορολογίας, αλλά και με πνευματικό εύρος και βάθος. Άλλοτε πάλι δεν έχουν και αυτοί αποφύγει δυστυχώς τις υπερβολές, τις κενολογίες και τα στερεότυπα.
Τέλος, στο πλαίσιο του διπλού ρόλου των αρχιτεκτόνων, ως κριτών και ταυτοχρόνως κρινόμενων, έχει ιδιαίτερη σημασία ο κριτικός λόγος των δασκάλων της αρχιτεκτονικής.
Ως πρώτο δείγμα αυτού του λόγου, ταυτοχρόνως και ουσιώδες μέρος της πανεπιστημιακής αρχιτεκτονικής διδασκαλίας, έχει νομίζω μεγάλη σημασία η γνωστή δημόσια κριτική των σπουδαστικών θεμάτων στα σχεδιαστήρια των Σχολών. Γιατί είναι η πρώτη οργανωμένη διαδικασία που εισάγει με τρόπο δημοκρατικό και διαλεκτικό την ανάγκη δημιουργίας από τους νέους μέλλοντες αρχιτέκτονες, κριτικής και αυτοκριτικής συνείδησης και μεθοδολογίας.
Επιπλέον, τους εξοικειώνει με την σκέψη ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι ανεξέλεγκτο παιχνίδι ικανοποίησης προσωπικών τους νευρώσεων, αλλά επιστήμη και τέχνη με ισχυρό κοινωνικό έρεισμα. Και γι’ αυτό ελέγχεται και κρίνεται από την κοινωνία, ακόμη και στο ανοιχτό Forum της “Αγοράς” (τόσο με την αρχαία όσο και με την τρέχουσα σημασία του όρου).
Όλα τα στοιχεία που σημαδεύουν τον εκτός Πανεπιστημίου κοινωνικό χώρο για τη δημιουργία της καλής ή κακής “κοινής αντίληψης” και κριτικής σε αναφορά με την αρχιτεκτονική, υπάρχουν και εκδηλώνονται εν τω γεννάσθαι ως ζωντανά δρώμενα σε αυτή την επίπονη διδακτική δοκιμασία. Εκεί διατυπώνεται (από διδάσκοντες και
διδασκομένους) τόσο η εμπνευσμένη, τεκμηριωμένη, διεισδυτική, συμπάσχουσα κριτική, που ανασταίνει την αρχιτεκτονική, όσο και η γνωστή “σιωπή”(που αναφέρθηκε στην αρχή), αλλά και η λειψή, αδιάφορη, ακόμα και λαθεμένη κριτική, που την σκοτώνει. Και μετά, όλα αυτά περνούν και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο.
¤ Από δική μας επιλογή, το σύνολο περίπου της δραστηριότητάς μας ως αρχιτεκτονική ομάδα, αφορούσε και εξακολουθεί να αφορά την μελέτη και υλοποίηση δημόσιας αρχιτεκτονικής, μέσω συμμετοχών σε πανελλήνιους ή διεθνείς διαγωνισμούς. Και εξ’ αυτού του λόγου κριθήκαμε και κρινόμαστε συνεχώς και δημοσίως για το έργο μας. Ζήσαμε (και ζούμε) έτσι στιγμές ευχάριστες, αλλά και πολύ δυσάρεστες. Τις θεωρούμε όμως όλες αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής διαδικασίας, προσπαθώντας να μην υπερεκτιμούμε τις πρώτες ή “να χώνουμε κάτω από το χαλί” τις δεύτερες. Αντιθέτως, νομίζουμε ό, τι μαθαίνουμε και από τις δύο.
Θα ήταν λοιπόν ίσως χρήσιμο (κλείνοντας αυτό το κείμενο για την αρχιτεκτονική κριτική) να καταθέσω κάτι ακόμα – νομίζω όχι ασήμαντο – από αυτή τη μακρά εμπειρία μας, τόσο στο Πανεπιστήμιο, όσο και στην εφαρμογή της αρχιτεκτονικής, κυρίως της δημόσιας :
Έχω λοιπόν παρατηρήσει πόσο χρήσιμο είναι (ιδιαιτέρως όταν κανείς έχει την -σπανίζουσα πια- επιθυμία, την τόλμη, γνώση και ικανότητα να διατυπώνει προς τον
κοινωνικό χώρο κριτική στηριγμένη σε αρχές, μέθοδο, τεκμηριωμένο σκεπτικό και με χρήση κατάλληλης επιστημονικής γλώσσας) το να μην εγκλωβίζεται ολοκληρωτικά σε αυτό το πολύ συνεκτικό προσωπικό του κανονιστικό σύστημα. Δηλαδή, το να κρατά διαρκώς ανοιχτή και μια πόρτα προς το άγνωστο, μη προβλέψιμο στοιχείο της ξένης σκέψης. Γιατί στόχος της κριτικής μας δεν είναι ο έλεγχος του ξένου έργου σύμφωνα μόνο με το πώς θα το κάναμε εμείς, αλλά σύμφωνα και με το πώς και γιατί το έκανε (όπως το έκανε) ο “άλλος”. Και εάν το δικό του ” άλλο” έχει να δώσει κάτι νέο και καλό για την αρχιτεκτονική και την κοινωνία. Κάτι που έχει αφ’ εαυτού μεγάλη αξία, ανεξαρτήτως εάν επιβεβαιώνει ή όχι το δικό μας τρόπο και δρόμο.
Για παράδειγμα, μπορεί, ως κριτές, να πιστεύουμε ακράδαντα ότι μια δημόσια είσοδος πρέπει να είναι ορθάνοιχτη και αξονικά τοποθετημένη προς την κύρια προσπέλαση. Και μπορεί ”γενικώς” να έχουμε δίκιο. ”Ειδικώς“ όμως, μια είσοδος ενδέχεται να μπορεί να λειτουργήσει ακόμα καλύτερα ως ασυνήθιστη νέα εμπειρία, πλάγιας ή έκκεντρης σταδιακής διείσδυσης προς ένα εσωτερικό προστατευμένο πυρήνα. Ένα “νέο κόσμο” που παραμένει σκοπίμως για λίγο (και προς χάριν μας) μισο-κρυμμένος, ερεθίζοντας την περιέργεια και επιθυμία να κινηθούμε σταδιακά προς αυτόν ώστε να αποκαλύψουμε το μυστικό του.
Μπορεί ένα τέτοιο “άλλο” να πετύχει, ως μοναδική ανατρεπτική εμπειρία. Μπορεί και όχι. Αυτό όμως θα το αποδείξει ο χρόνος και η ζωή, όχι η κριτική.
Γιατί η ουσιώδης αρχιτεκτονική κριτική δεν εκδίδει βεβαιώσεις και πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης προς υφιστάμενα στερεότυπα. Αντιθέτως, μπορεί να βοηθά -όπως επανειλημμένα έχει κάνει- την αρχιτεκτονική να βρει νέους δρόμους και νέους κόσμους (όπως ήδη αναφέρθηκε) που η κοινή αντίληψη αρχικά απορρίπτει ή δεν κατανοεί.
Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι η ίδια μια εμπνευσμένη προσωπική προβλεπτική ανά-σύνθεση, και γι’ αυτό, εν πολλοίς εκτεθειμένη. Με το ένα πόδι να πατά και εκείνη σε κανόνες και συστήματα και με το άλλο στην επικίνδυνη, οδυνηρή κόψη του ξυραφιού, ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο.
T.M.