(Άρθρο στην εφημερίδα “Η Καθημερινή”, 10/07/2011)
Είναι κατ’ αρχήνθετικό ότι το κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης θα αναμορφωθεί ώστε να ανταποκρίνεται στις τωρινές και μελλοντικές συνθήκες και εξελίξεις. Εν τούτοις, οι -έστω και περιορισμένες- γραπτές ή εικονογραφικές πληροφορίες που παρέχονται για το θέμα οδηγούν στην πρόβλεψη ότι η νέα εκδοχή του κτιρίου θα επιφέρει ριζική αλλαγή του πνεύματος, της ιδεολογίας, επομένως της ίδιας της πεμπτουσίας της αρχιτεκτονικής του ταυτότητας.
Τα παραπάνω, σε συνάρτηση και με τη (συνήθη πια) μη αναφορά στην ειδησεογραφία των ονομάτων των αρχιτεκτόνων – μελετητών της παρέμβασης αυτής, προκάλεσαν πολύ ανησυχητικές σκέψεις. Και αυτές οδήγησαν στην ανάγκη περαιτέρω προσωπικής έρευνας για να διαπιστωθεί εάν η μέχρι σήμερα καταξιωμένη ιστορία του κτιρίου “δένει” με την κυοφορούμενη μελλοντική της εξέλιξη.
Γνωρίζουμε λοιπόν ήδη, ότι το υφιστάμενο αρχιτεκτόνημα είναι εφαρμογή πρότασης (βραβευμένης σε παλιό πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό) δύο πολύ σημαντικών αρχιτεκτόνων: του καθηγητή Παύλου Μυλωνά (που δυστυχώς χάθηκε πριν από λίγα χρόνια) και του επίσης καθηγητή Δημήτρη Φατούρου, που σήμερα συνεχίζει δυναμικά τη δημιουργική του δράση. Γνωρίζουμε επίσης ότι το συγκεκριμένο κτίριο παρουσιάζεται σταθερά στην ελληνική και ξένη ειδική βιβλιογραφία ως χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής ελληνικής υστερομοντέρνας περιόδου του 1960 και γι’ αυτό έχει ανακηρυχτεί διατηρητέο.
Η έρευνά μας για τη συνέχεια αυτής της προϊστορίας του μέχρι τη σημερινή φάση της αναμόρφωσής του, επιβεβαίωσε δυστυχώς τις ανησυχίες μας. Γιατί, ανατρέχοντας σε προηγούμενες δημοσιεύσεις, μάθαμε εμβρόντητοι ότι η -ιδιαιτέρως σημαντική- τελική φάση της αρχιτεκτονικής μελέτης της αναμόρφωσης δεν έχει ανατεθεί στον εναπομείναντα πνευματικό πατέρα – γεννήτορα του κτιρίου, τον Δημήτρη Φατούρο, αλλά σε άλλους αρχιτέκτονες μέσω “διαγωνισμού δια προσκλήσεων”, με βέβαιο κίνδυνο τελικά να συμπλέκονται στο ίδιο έργο δύο ασύμβατες αρχιτεκτονικές νοοτροπίες.
Διερωτάται κανείς : Γιατί επελέγη η συγκεκριμένη διαδικασία για την πραγματοποίηση μιας τόσο δύσκολης, “χειρουργικής επέμβασης” στο επώνυμο ιστορικό αρχιτεκτόνημα; Αλλά και τι σημαίνει γενικότερα η εμπεδωμένη πια αντίληψη ότι η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα είναι “ξέφραγο αμπέλι” όπου καθένας μπαινοβγαίνει, κάνοντας, λέγοντας ή γράφοντας ο,τι θέλει, χωρίς όρια και κανόνες, χωρίς αντίδραση από πουθενά και κανένα;
Από αυτή την πολυπλόκαμη εθνική αρχιτεκτονική μας κακοδαιμονία φαίνεται ότι δεν γλίτωσε ούτε θα γλιτώσει κανείς και τίποτα. Ούτε καν εξαιρετικά έργα, ιστορικά καταξιωμένων αρχιτεκτόνων (όπως ο “Λουμπαρδιάρης” του Πικιώνη, η «Σαρωνίδα» του Κωνσταντινίδη, το “Πολιτιστικό Κέντρο” του Δεσποτόπουλου (παλαιότερα), και τώρα η “Εθνική Πινακοθήκη” των Μυλωνά – Φατούρου, που πρόκειται να αποκτήσει και “θετούς” γονείς. Και φυσικά δεν θα γλιτώσουν, λιγότερο ή και καθόλου γνωστά (αλλά πολύ καλά) έργα των -πολύτιμων για τον τόπο- νέων αρχιτεκτόνων του. Αν αυτό είναι το παράδειγμα της στάσης, πρώτης της Πολιτείας, απέναντι σε κορυφαία δείγματα της επώνυμης αρχιτεκτονικής, καταλαβαίνει κανείς τις χαοτικές ανώνυμο-επώνυμες (δηλαδή ανεύθυνες) συνθήκες μέσα στις οποίες χτίσθηκε όπως χτίσθηκε (και θα χτίζεται) όλη σχεδόν η “μεγάλη” και “μικρή” μεταπολεμική αρχιτεκτονική του τόπου.
Και ας διαλαλούμε όλοι την -τάχα βαθιά- έγνοια μας για την “Αρχιτεκτονική ως Τέχνη”. Στην πράξη, είναι φανερό ότι δεν θεωρούμε πια ως τέτοια, την αρχιτεκτονική των “γηγενών” αρχιτεκτόνων, αλλά μόνο εκείνη των “Διεθνών Αρχιτεκτονικών Οίκων” που τελευταία προσκαλούμε να μας εκπαιδεύσουν με τις υποδειγματικές (πανάκριβες) προτάσεις τους. Ώστε κατ’ αναλογίαν προς αυτές να ανταποκριθούν και οι «γηγενείς» ομότεχνοι τους στις υψηλές απαιτήσεις των καιρών και του τόπου εν μέσω οικονομικής κρίσεως. Γι’ αυτό τους παρέχουμε πλήρη ελευθερία δράσης, χωρίς ενοχλητικούς ελέγχους, πολυετείς καθυστερήσεις και ασφυκτικούς περιορισμούς, προστατεύοντας ταυτοχρόνως τα έργα τους από κάθε κακόβουλη κριτική ή κοινωνική βία.
Αντιθέτως, αυτά τα “βάσανα της κολάσεως” αφορούν αποκλειστικά τους “γηγενείς” αρχιτέκτονες και τα μίζερα “τσιμεντένια κουτιά” τους. Τους βάζουμε μάλιστα και να φαγωθούν μεταξύ τους “εκσυγχρονίζοντας” ο ένας το έργο του άλλου.
Να επιστρέψουμε όμως στο θέμα της Πινακοθήκης για να συλλάβουμε εις βάθος πώς και πόσο καίρια θίγεται μια ευαίσθητη περιοχή της αρχιτεκτονικής διαδικασίας, δηλαδή εκείνη της περιούσιας, προσωπικής και υπεύθυνης σχέσης του δημιουργού με το δημιούργημά του. Ας αναλογισθούμε π.χ. εάν θα επιχειρούσε ποτέ η Πολιτεία, σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ποίησης, να αναμορφώσει το “Άξιον Εστί” αναθέτοντας το εγχείρημα -μέσω ταχύρρυθμου “διαγωνισμού δια προσκλήσεων” σε άλλο ποιητή. Και μάλιστα, ενόσω ο Ελύτης θα ήταν ακόμη ζωντανός και εν δράσει, αλλά αποστερημένος των πνευματικών δικαιωμάτων του στο ίδιο του το έργο!
Είναι σκοπίμως ακραίο το παράδειγμα. Ωστόσο, ας μην εφησυχάζουν οι ποιητές μας. Γιατί έτσι όπως καθημερινά αυτοκτονούμε αμέριμνοι, αφανίζοντας ό,τι καλό δημιουργούμε, θα έρθει, αργά ή γρήγορα, και η ώρα της ποίησης και των ποιητών, δυστυχώς…
T.M.