“Μέσα στο χρόνο που έρχεται η Αθήνα θα γίνει ωραία σαν την Βαρκελώνη και το Σίδνεϊ . . . “
(Άρθρο στο περιοδικό “highlights”, Σεπτέμβριος 2003)
• Με πειράζει όταν μιλούμε για την πόλη σαν να είναι “πράγμα” ή αντικείμενο, που βρίσκεται έξω από μας, απέναντί μας και το βλέπουμε σαν θεατές. Σαν να μην είμαστε εμείς οι ίδιοι η πόλη μας, αλλά οι ευτυχείς ή δυστυχείς ιδιοκτήτες ενός ωραίου ή άσχημου ρούχου. Λες και το κληρονομήσαμε, και – ανάλογα με την περίσταση – το ανεμίζουμε σαν γιορτινή σημαία ή το καταχωνιάζουμε σαν ενοχλητικό πειστήριο, μακριά από τα μάτια των γειτόνων.
• Με πειράζει επίσης πολύ το αποστασιοποιημένο ύφος των ‘Έsthetes” – και όσων σκέπτονται και μιλούν σαν αυτούς – οι οποίοι, ως απόμακροι επισκέπτες ή “φίλοι” της πόλης, συζητούν περί “αισθητικών παρεμβάσεων” στην εικόνα της για την ταχύρρυθμη αναβάθμισή της.
• Όταν όμως οι δρόμοι και τα σπίτια πλημμυρίζουν από τα ξεχειλισμένα νερά του Κηφισού, τότε ο συλλογικός θρήνος και οδυρμός δείχνει και λέει τα πράγματα όπως αληθινά είναι. Η κραυγή αγωνίας των κατοίκων για την καταστροφή του σπιτιού και της πόλης τους είναι η κραυγή αγωνίας του ίδιου του σπιτιού και της ίδιας της πόλης. Δεν είναι έπιπλα, σκεύη και υλικά τα συντρίμμια που επιπλέουν, αλλά θραύσματα και υπολείμματα ψυχών και σωμάτων ανθρώπινων. Τώρα, άνθρωποι και πόλη γίνονται αυτό που πραγματικά είναι: ένα μπερδεμένο, ενιαίο και αδιάσπαστο κουβάρι από αγωνίες και όνειρα, από σωρευμένα υλικά, από βροχή και λάσπη.
• Εδώ αποκαλύπτεται και το μεγάλο λάθος των ‘Έsthetes”. Νοιώθουν και κρίνουν την πόλη όπως ένα ωραίο ή άσχημο βάζο! ‘Όπως κατ’ αναλογία οι τεχνοκράτες την αντιλαμβάνονται μόνο ως τεχνοοικονομικό μέγεθος. Όμως, ειδικά η πόλη είναι οντότητα ζωντανή, με σώμα και ψυχή. Είναι υπερκινητική, ασταθής. Δεν κάθεται ήσυχα, ούτε στις προθήκες των αιθουσών τέχνης, ούτε στα matrix των ηλεκτρονικών υπολογιστών των τεχνοκρατών.
• Και μπορεί το σώμα της να σχηματίζεται από τα ορατά, υλικά επιφαινόμενα της (π.χ. τα τεχνικά έργα και τις κατασκευές της). Την ψυχή της όμως διατρέχουν και εκφράζουν άυλες, αλλά πολύ ισχυρές και καθοριστικές δυνάμεις, που σε πρώτη ματιά δεν φαίνονται. Σ’ αυτό το ιδεατό πρώτο επίπεδο θεώρησής της η πόλη είναι η συνισταμένη εκείνων των δυνάμεων: Των συλλογικών και ατομικών επιθυμιών, της βούλησης και της ηθικής υπόστασης των κατοίκων της. Και αμέσως στη συνέχεια, είναι η συνισταμένη των πράξεών τους που συντελούνται υπό αυτές τις συνθήκες, στον χώρο και στον χρόνο. Η πολυσυζητούμενη “μορφή”, και περισσότερο η “εικόνα” της πόλης είναι πολύ υστερότερα επακόλουθα τούτων των πρώτων και κύριων προϋποθέσεων. Αυτές, και ό,τι κάθε φορά σημαίνουν μέσα στον χρόνο και την Ιστορία, αποκτούν σταδιακά αρχιτεκτονική υπόσταση. Δηλαδή γεννούν το δομικό, το υλικό, κομμάτι της πόλης.
• Αρχικά και αυτό ακόμη δεν έχει σαφή μορφική έκφραση. Παρουσιάζεται περισσότερο σαν σύστημα. Δηλαδή, σαν μηχανισμός ή κανόνας με τον οποίο αναπνέει, τρέφεται, αναπαράγεται, ζει και πεθαίνει η πόλη ως βιολογικός οργανισμός. Πολύ αργότερα (και με μια σημαντική διαφορά φάσης) το σύστημα αποκρυσταλλώνει τη μορφή της πόλης και εν τέλει γεννά και τις άπειρες “εικόνες” της. Πάντοτε όμως σε πυκνή σχέση αιτίου και αιτιατού με την προϋπάρχουσα ιδεολογική δομή της κατά την δεδομένη ιστορική συγκυρία.
• Δεν μπορείς λοιπόν να κάνεις καλύτερη την πόλη στα γρήγορα, μόνος σου και με αρχιτεκτονικές “αρπαχτές”, φτιασιδώνοντας πονηρά μόνο την εξωτερική της εικόνα. Γιατί η πραγματική αλλαγή προϋποθέτει να έρθουν πρώτα σε σωστό λογαριασμό οι κύριες δυνάμεις που ορίζουν την ιδεολογική της δομή και τις πραγματικές αιτίες ύπαρξης και λειτουργίας της. Η μορφική και αισθητική βελτίωση θα ακολουθήσουν στη συνέχεια σχεδόν σαν φυσικά επακόλουθα. Χωρίς τέτοια επώδυνη, μακρόχρονη επέμβαση στην υποδομή δεν θα κάνεις παρά μια “πόλη” σαν εκείνες του Far West, με τις ψεύτικες σκηνογραφικές όψεις μηδενικού πάχους, πάνω σ’ έναν ανύπαρκτο δρόμο που οδηγεί στο πουθενά.
• Καθώς νυχτώνει, παρατηρώ την Αθήνα να χάνει σιγά-σιγά τα δομικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της και να μετατρέπεται σε σύννεφο διάστικτο από μικρά φώτα μέχρι τις εσχατιές του λεκανοπεδίου. Με μαγνητίζει αυτό το σύννεφο. Όχι γιατί είναι ωραίο ή γραφικό, αλλά γιατί ξέρω ότι τα φώτα είναι παράθυρα. Δεν φαίνονται την ημέρα παρά ελάχιστα, ενώ τώρα μέσα στο σκοτάδι έρχονται στο προσκήνιο σαν δείκτες της κρυμμένης ζωής της πόλης. Σαν σημάδια ότι εκεί κάτι γίνεται. Σε καθένα από αυτά κάποιος άνθρωπος γράφει· κάποιος σχεδιάζει· κάποιος λογαριάζει· κάποιος χαίρεται ή λυπάται· κάποιος αγαπά ή μνησικακεί· κάποιος ζει ή πεθαίνει. Στην ουσία όλοι αυτοί μαζί, χωρίς να το ξέρουν, φτιάχνουν την παρούσα και μελλοντική πόλη.
• Η περπατώ στο δρόμο επαναλαμβάνοντας ξανά μία από τις συνηθισμένες μου διαδρομές. Μου φαίνεται ότι διακρίνω πάνω στην επιφάνειά του αποτυπωμένα τα ίχνη μου της προηγούμενης ή προ-προηγούμενης μέρας, να σμίγουν με εκείνα των άλλων που πέρασαν από τον ίδιο δρόμο, που όργωσαν βήμα-βήμα τούτο το χιλιοπερπατημένο λούκι.
• Οι σκέψεις, οι επιθυμίες, οι στόχοι, οι κατευθύνσεις, τα όνειρα των ανθρώπων, που γεννιούνται και χαράσσονται πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα και πάνω στους δρόμους και τις πλατείες (τούτο το άυλο συλλογικό, θετικό ή αρνητικό, δυναμικό) είναι που δίνει εν τέλει και την ανάλογη αρχιτεκτονική μορφή στον τεράστιο πυκνωτή ζωής, που είναι η πόλη. Όχι άνωθεν επιβεβλημένα ταχύρρυθμα νοικοκυρέματα και στολίσματα που θέλουν να την ομορφύνουν μόνο στα σημεία της απ’ όπου θα περάσει η ”πομπή”.
• Από τις απαστράπτουσες γελοιογραφίες της Αθήνας που ονομάζονται “αισθητικές αναβαθμίσεις” της εικόνας της – μα το Θεό – προτιμώ τις απόμερες κρυφές της ζώνες και τα υποδόρια περάσματά της. Εκεί δεν μετράει τόσο πολύ η απομίμηση της στιλπνής τεχνοκρατίας ή της ευπροσήγορης “ελληνικότητας”. Αντιθέτως, και αποκαλύπτεται η σκιερή πλευρά του φεγγαριού της. Έχει όμως ένα δικό της ζωντανό φως από τεφρό έως μαύρο, όπως το ατσάλι. Γιατί, σήμερα τουλάχιστον, τούτη η μεριά της πόλης είναι πιο αληθινή και ανυπότακτη. Δεν προσφέρεται πολύ για αξιοποίηση και νοικοκύρεμα. Έχει την κόψη λεπίδας μαχαιριού χωρίς λαβή. Όσο κι αν προσέξεις, απ’ όπου κι αν την πιάσεις, αυτή θα σε χαράξει.
• Από το γελοίο “Καπέλο με Φτερό”, προτιμώ τούτη την ζωντανή πραγματικότητα, και ας με πονάει και με ξυπνάει. Γιατί θυμίζει ότι η αλλαγή για το καλύτερο θέλει χρόνο, περίσσευμα ψυχής, ατομικό και συλλογικό μόχθο, και πολύ πόνο.
T.M.