(το κείμενο γράφτηκε την άνοιξη του 2003 και περιλαμβάνεται στον οδηγό της Έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη, σελ. 109 –βλ. παρόν site-)
Γύρω στα μέσα κάθε Aπρίλη, παρατηρούσε κανείς τα πρώτα δείγματα μιας ευχάριστης ταραχής στη φυσιολογική ζωή της Σχολής Aρχιτεκτόνων. Ήταν το προμήνυμα ενός συλλογικού δρώμενου, κάτι ανάμεσα σε μάθημα και γιορτή, που επαναλαμβανόταν κάθε χρονιά μέχρι το 2002.
Άρχιζε με την προετοιμασία από τις σπουδαστικές ομάδες, με την καθοδήγηση καθηγητών τους, σχεδίων και μακετών στις περιμετρικές στοές του αιθρίου της Σχολής. Λίγες μέρες αργότερα ένα φορτηγό ξεφόρτωνε στον ίδιο χώρο καδρόνια, τάβλες, σιδερένια ελάσματα και άλλα υλικά. Και ξάφνου τα μολύβια έδιναν τη θέση τους σε τρυπάνια, δράπανα, σφυριά και πριόνια. Ο εκκωφαντικός τους θόρυβος τάραζε την ηρεμία του νεοκλασικού κτηρίου. Οι χειριστές τους, σπουδαστές και σπουδάστριες, μεταμορφώνονταν από σχεδιαστές και σχεδιάστριες σε μάστορες και μαστόρισσες. Και η Σχολή γινόταν ένα γιαπί.
Σε μια γωνιά κατασκευαζόταν σε φυσικό μέγεθος ένα μικρό σιδερένιο γεφύρι, αλλού ένα ξύλινο πλεούμενο ή ένα πάνινο στέγαστρο. Η εξοικείωση των νέων αρχιτεκτόνων με τη χειροποίητη κατασκευή του μελλοντικού εργοταξίου ή του συνεργείου πραγματοποιόταν μπρος στα μάτια μας, με γέλια, φωνές, εμβριθείς συζητήσεις, σχόλια και περαστικούς μικροκαβγάδες. Ήταν ένα νέο μάθημα, πρωτότυπο και ιδιοφυές στη σύλληψη και εκτέλεσή του, που μας σημάδεψε όλους.
Μέσα στο βουερό πανηγύρι ένας ψηλός ασπρομάλλης, (αν και όχι μεγάλης ηλικίας), δάσκαλος, παρακολουθούσε τις σπουδαστικές ομάδες επί το έργον. Συμβούλευε, συζητούσε, μαστόρευε ο ίδιος, γελούσε, σοβάρευε, θύμωνε. Απορροφημένος και αυτός όπως και οι σπουδαστές και οι σπουδάστριές του, από τη σαγήνη του μαθήματος, γινόταν ένα μ’ αυτό? διευθυντής ορχήστρας, μουσικός, όργανο και ήχος ταυτόχρονα.
Ήταν ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Mπίρης, μαζί με φίλους-συνεργάτες διδάσκοντες, εμπνευστής και υπεύθυνος αυτού του ζωντανού αρχιτεκτονικού εργαστηρίου, αυτής της πολύ διδακτικής γιορτής.
Αποτελούσε σπάνια περίπτωση δασκάλου ο Δημήτρης Μπίρης, από τους λίγους που εξακολουθούσαν να στηρίζουν τη διδασκαλία και την αρχιτεκτονική τους σε μια συγκεκριμένη ιδέα τους για τον κόσμο? σε μια βαθιά προσωπική τους επιθυμία να βοηθήσει η αρχιτεκτονική να γίνει η ατομική και συλλογική ζωή μας καλύτερη.
Ήθελε, εφάρμοζε και δίδασκε μια αρχιτεκτονική ελαφριά, οικολογική, αναστρέψιμη, που να μην δεσμεύει αναγκαστικά επί αιώνες με την παρουσία της τον τόπο? φτιαγμένη με κατασκευαστική οικονομία, αλλά και με ιδιαίτερα υψηλή αισθητική, από υλικά ελαχίστου βάρους και όγκου, φυσικά και γήινα.
Είχε γι’ αυτό γεμίσει το νου και την ψυχή του με εικόνες από πάνινες τέντες πλανόδιων αγορών και πανηγυριών, από ιστία και αρματωσιές καϊκιών, από ξύλινα στέγαστρα πρόχειρων αγροτικών κατασκευών.
Αυτό το πρωτογενές υλικό ήταν η αναφορά, η ρίζα, η σχέση του με τον τόπο, που του επέτρεπε να αξιοποιεί εκπαιδευτικά, αλλά και στην αρχιτεκτονική εφαρμογή, ακόμα και τις πιο εξελιγμένες επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις, με μια εξαιρετική αίσθηση γούστου, και ανάλογης ποιότητας ικανότητα σχεδιασμού. Χωρίς να πέφτει στις παγίδες, τόσο της σκληρής τεχνοκρατίας, όσο και του εύκολου γραφικού λαϊκισμού, που συχνά παραμορφώνουν ή προδίδουν αυτό που, με την ευρεία έννοια, ονομάζουμε “Ελληνικότητα”.
T.M.